Πέμπτη, 22 Μαΐου 2025, 7:44:02 μμ
Τρίτη, 29 Απριλίου 2025 10:13

Τεμέτερον η «γλώσσα»

 Νίκος Κωνσταντινίδης.

Δάσκαλος-συγγραφέας      

 

 Ες Τάρταρον άρδην ρίψειε δέμας τουμόν» γράφει ο Αισχύλος στον Προμηθέα Δεσμώτη. 

Το «τουμόν» είναι το εμόν και στα ποντιακά το λέμε τεμόν και στο δεύτερο πρόσωπο της προσωπικής αντωνυμία «τεσόν». Πολλές λέξεις της ποντιακής υπάρχουν και στην αρχαία ελληνική και αποτελούν σπλάχνο από τα σπλάχνα της.

Διαβάζοντας το λεξικό των Liddell & Scott, το μάτι μου έπεσε πάνω στο ρήμα «έσαν», χρόνου παρατατικού,  γ’ πρόσωπου πληθυντικού, του ρήματος ειμί, στην ιωνική διάλεκτο. Ο συνειρμός ήταν άμεσος. «Έσαν» και «έταν» λέμε κι εμείς οι Πόντιοι, ανάλογα με την περιοχή της προέλευσής μας, από τον ιστορικό Πόντο. Το παραπάνω  παράδειγμα δείχνει την καταγωγή της ποντιακής από την ιωνική διάλεκτο. Στην ποντιακή έχουμε το "ε" αντί του «η» (κεπίν αντί για κήπος).

Στην Ιλιάδα, στη Ραψωδία Λ, η νήσος Λήμνος περιγράφεται με τα επίθετα πυρόεσσα, ανεμόεσσα, αμπελόεσσα, μελανόεσσα. Ανεμόεσσα για τους ανέμους που κατεβαίνουν από τα στενά του Βοσπόρου, πυρόεσσα για την ηφαιστειογενή της γη, αμπελόεσσα για τα αμπέλια της και  μελανόεσσα για το μαύρο χρώμα της πέτρας της.

Την κατάληξη –έσσα στα παραπάνω επίθετα την χρησιμοποιεί κι ο δικός μας Άνθιμος Παπαδόπουλος στις λέξεις άσκεμεσσα, έμορφεσσα παλαλέσσα, όχι βεβαίως τυχαία, αφού «αι συλλαβαί έχουσι λόγον», όπως επισημαίνει ο Πλάτων στον Θεαίτητο.

Η φράση στην ποντιακή «παίρω όμνυσμαν» παραπέμπει στο  ρήμα της αρχαίας ομνύω και όμνυμι.  Στην Ραψωδία Ξ 280 της Ιλιάδας συναντούμε το ρήμα «όμοσεν» και το ουσιαστικό «όρκος» στην ίδια σειρά (αὐτὰρ ἐπεί ῥ’ ὄμοσέν τε τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον = και σαν ορκίστηκε και ξετέλεψε τον όρκο της». Πράγματι ανάμεσα στα ρήματα ομνύω και ορκίζομαι υπάρχει διαφορά: Ομνύω σημαίνει ότι δίνω την υπόσχεσή μου να μην κάνω κάτι. Ενώ ορκίζομαι σημαίνει ότι δίνω το λόγο μου ότι θα κάνω κάτι.

Στην ποντιακή το επίθετο αλμυρός το λέμε «αλυκός», καθώς παράγεται από την αρχαία λέξη «αλς,-ός» που σημαίνει θάλασσα. Λέμε Καρς, αλλά και Γαρς, «γαρή» αλλά και «καρή» (γυναίκα), καθώς και στην ποντιακή όπως στην αρχαία ελληνική τα ουρανικά κ,γ,χ στη γραμματική εναλλάσσονται.

Λέμε στην ποντιακή «γαρίζω» από το αρχαίο ρήμα «γαρύω» της αιολικής και «γηρύω» της δωρικής διάλεκτου (που σημαίνει φωνασκώ). Από εδώ και οι λέξεις «γάρυς» αλλά και η «γήρυς» (Ιλ. Δ 437). Τ υνίον της αρχαίας το λέμε γύνιν ή υνίν, το «γ» είναι η δασεία που καταργήσαμε.

Στα πατρωνυμικά επίθετα στην ποντιακή διάλεκτο συνηθίζεται η κατάληξη -ίδης, αρχής γενομένης από το Κρον-ίδης: «Έτσι είπε ο Κρονίδης και πόλεμο αλύγιστο έγειρε – ὣς ἔφατο Κρονίδης, πόλεμον δ᾽ ἀλίαστον ἔγειρεν» λέγει ο Όμηρος στον 31ο στοίχο στη ραψωδία Υ της Ιλιάδας».  Επίσης, στον Όμηρο συναντάμε τα επίθετα Αιμονίδης, Ατρείδης, Λαερτιάδης Πηλείδης κ.ά. Χαρακτηριστική και η περίπτωση του Ηρακλείδη του Ποντικού, από την Ηράκλεια του Ευξείνου Πόντου.

Η ταυτότητα της ποντιακής και ο γλωσσικός της πλούτος φαίνεται από τη σχέση της με την αρχαία ελληνική. Κάθε γλώσσα πέρα από τα γλωσσολογικά της γνωρίσματα είναι κι ένας πολιτισμός. Απηχεί ιστορικές και συναισθηματικές στιγμές, δείχνει αρχές και φανερώνει αξίες.

Στην ποντιακή π.χ. δεν λέμε «βαπτίζω» αλλά «φωτίζω», διότι εννοούμε τη βάπτιση ως φώτιση για τη ζωή του ανθρώπου. Τη γιαγιά την λέμε και «καλομάνα» χάρη στο σημαντικό ρόλο που έχει στην οικογένεια. Δεν λέμε ότι πηγαίνουμε στα «συλλυπητήρια», αλλά στο «χατίρ’» (χατίρι) για να τιμήσουμε το νεκρό.

Τα ως άνω παραδείγματα φανερώνουν ότι η διδασκαλία της ποντιακής εκφράζει έναν ολόκληρο πολιτισμό. Αν χαθεί η γλώσσα μας, μοιραία θα χαθεί και ο πολιτισμός που αυτή αντιπροσωπεύει.

Μαζί με τον χορό, στοιχείο της παράδοσης και του  πολιτισμού μας, είναι επίσης αναγκαία και η διδασκαλία της ποντιακής, με αφετηρία, το τραγούδι και το θέατρο. Κάθε λέξη σ’ ένα παραδοσιακό τραγούδι είναι και μια ανάκληση, από μνήμες και βιώματα, που η νέα γενιά δεν τα ξέρει, καθώς πέρασαν εκατό είκοσι και πλέον χρόνια από τον ξεριζωμό των προγόνων μας από την πατρώα τους γη.