Σάββατο, 20 Απριλίου 2024, 10:59:53 πμ
Κυριακή, 03 Μαϊος 2009 07:27

Δέσποινα Πολυχρονίδου : Ταξίδι στο Χρόνο-Τόπο του Χθες και του Σήμερα



H’ ΜΕΡΟΣ

Από τα παιδικά χρόνια η μνήμη «Εκάεν και το Τσάμπασιν…», που πόνος δεν ήταν, δεν ήταν πικρής ανάμνησης ο ρυθμός, όταν παππούδες και γιαγιάδες, «…κι επέμναν τα τουβάρια…» τραγούδαγαν και χόρευαν. Μαζί τους κι οι νεότεροι, οι γονείς μας, που άλλοι τους, κάτι θυμόντουσαν από την εποχή εκείνη κι άλλοι, οι ακόμα πιο νέοι, μεγαλωμένοι με την ιστορία της φωτιάς που έκανε στάχτη το Τσάμπασιν, στο σκοπό του τραγουδιού, «…τ’ ορντούς τα παλικάρια», κι αυτοί χόρευαν. Κι ένα με τους μεγαλύτερους ευφραίνονταν, όπως σαν να το έζησαν το γεγονός, γεγονός που έμοιαζε ν’ άναψε, βαθιά μέσα τους φωτιές, τότε.
Τα παλικάρια της Ορντού-Κοτυώρων, όπως και ολόκληρου του Πόντου, γενναία  που ήταν, με γενναιότητα έκαναν πέρα τις συμπληγάδες-φωτιές της προσφυγιάς, συμμετέχοντας ζηλευτά στο γίγνεσθαι της χώρας μας.
Μνήμη μιας ανάφλεξης συναισθημάτων μέσα τους εκείνη η φωτιά, τότε π’ άναψε η γριά του Πόντου στο Τσιάμπασιν. Ανάφλεξη από προσδοκίες ν’ αλλάξουν τη μοίρα τους, τη μοίρα του τόπου τους. Ν’ αλλάξουν τόπο όμως η «μοίρα» θέλησε. Η μοίρα των λαθών και των σκοπιμοτήτων, η μοίρα που σχεδιάζει, κατά πως συμφέρει, την αλλαγή του χάρτη. Να θάψει μνήμες, να σταματήσει το ρου της ιστορίας των λαών.
Εμείς, τα παιδιά των προσφύγων, γεννημένοι στην Ελλάδα, τουρίστες στην Τουρκία, με το τραγούδι, «Εκάεν και το Τσαμπασιν», ταξιδεύουμε προς το όνειρο, στο όνειρο που λέγεται Τραπεζούντα.
Έχουμε φύγει από την Κερασούντα, την όμορφη πόλη των κερασιών. Όπου ο ρωμαίος στρατηγός Λούκουλος πρωτογεύστηκε το γλυκό καρπό τους. Κι ηττημένος γευστικά, ως με τη Ρώμη τις ταξίδεψε τις κερασιές μας, ο γνωστός στην ιστορία και για τα λουκούλλεια γεύματά του.
Κοντά στην Κερασούντα και το μυθολογικό νησί Αρητιάδα της Μαύρης Θάλασσας. Όπου στην αρχαιότητα, υπήρχε ναός αφιερωμένος στο θεό του πολέμου Άρη. Κι όπου οι Έλληνες θυσίαζαν για αίσια έκβαση της κατακτητικής εκστρατείας τους. Εδώ, στη νήσο Αρητιάδα αντιμετώπισαν οι Αργοναύτες και τις Στυμφαλίδες Όρνιθες. Στην περιοχή της Κερασούντας κι η ρωμαϊκή Νικόπολις, το σημερινό Σεμπινκαραχισάρ.
Λίγο πριν τα όρια του Νομού της Τραπεζούντας, η όμορφη πόλη της Τρίπολης. Κι εδώ οι φουντουκιές δίνουν το στίγμα μιας εύφορης γης, όπως και στην Κερασούντα και σ’ ολόκληρη την περιοχή. Από ΄δω κι η λεωφόρος που φέρνει στην Τραπεζούντα: Φίλοι και φίλες! Περάσαμε μόλις στο Νομό της Τραπεζούντας… 
Η Μαύρη Θάλασσα, αριστερά μου, ακυμάτιστη ίσως. Στα μάτια μου θολούρα. Δε διακρίνω καλά την εικόνα της, ο ουρανός είναι συννεφιασμένος. Η όμορφη Βίκη – Βικτωρία – Γερασιμίδου κι όχι μόνο ωραία στη μορφή η φίλη φιλόλογος από την Κατερίνη, «στην Τραπεζούντα θα κλάψουμε μαζί» μου ‘λεγε από τη στιγμή που περάσαμε στον Πόντο.
Η φωνή του φίλου Ναζμή Αρίφ, μακρινός απόηχος. Για ιστορία και πολιτισμό, που φέρνουν συγκινήσεις, μιλά, ενώ ταξιδεύομαι στη φωνή του πατέρα μου. Το ΄ξερα, το φοβόμουν, πως η Τραπεζούντα κι η Αργυρούπολη κι η πέρα η Χαλδία ολόκληρη, θα μου ΄φερναν αναμνήσεις από την οικογένεια. Πολλά δεν έλεγε ο πατέρας μου, απλώς μόνο υπερηφανευόταν για την αγάπη τους στα Γράμματα. Για σχολεία που έχτισε παλιά η οικογένεια τους – «Μας τα στέρησε τα Γράμματα ο πόλεμος», πικραινόταν. Οι πιο πολλές μνήμες του ήταν από το σπίτι τους στο κτήμα, στα ενδότερα της Χαλδίας. Η θύμηση όμως, που ιδιαίτερα το συγκινούσε τον πατέρα μου, ήταν τα «περσικά» που έμαθε στο λιμάνι της Τραπεζούντας. Τάχα πόσα περσικά να έμαθε ένα παιδί- το 1910 γεννημένος, από τους Πέρσες. Με τα καραβάνια στο λιμάνι της Τραπεζούντας που ΄ρχονταν, τα φορτωμένα περσικούς τάπητες και…Μεταξωτά ίσως ή τι άλλο ποιος ξέρει- Η ιστορία γράφει, ναι, για όλα αυτά, αλλά θα μπορούσα να ΄χω από αυτόπτη μάρτυρα ζωντανή την εικόνα των καραβανιών απ’ την Περσία. Είναι κι η φωνή του ξεναγού μας π’ ακούγεται λέγοντας κάτι για μετάξι. Και συνειρμικά θυμάμαι από διαβάσματα και ακούσματα βέβαια, τα μεταξωτά της Τραπεζούντας. Μέσα μου κι ο θυμός. Για το που δε ρωτούσα τον πατέρα μου και τον παππού μου Χρήστο Μουρατίδη, να μάθω λεπτομέρειες για κάποια πράγματα. Σαν κι ο παππούς κι ο πατέρας μου όσο κι εγώ θα ζούσαν για να μου προλαβαίνουν τις απορίες μου.
Στην Τραπεζούντα ήταν σαν σε άλλη εποχή να βρίσκομαι. Ταξίδευα σε πιο πέρα εποχές. Στη χώρα την Τραπεζούντια. Που δεν έχει σχέση με το Μεσαίωνα και την Ιερά Εξέταση της Δύσης. Όπου ο λαός επέλεγε, κατά τους ιστορικούς κι όπως τα γεγονότα καταγράφονται, τον ηγεμόνα του οποίου ήθελε να είναι υπήκοος – Έντονα αντιδρώντας σε ηγεμόνες που δεν ήταν της αρεσκείας του. Κι όπου στα μοναστήρια της, εμπνευσμένοι Ιερομόναχοι, από πολύ νωρίς μελετούν την Αρχαία Ελληνική Γραμματεία. Εντρυφούν ανακαλύπτοντας τον Ελληνικό στοχασμό – Φιλοσοφία, Αστρονομία, Μαθηματικά, Τραγικούς ποιητές. Και θεμελιώνουν, αφοσιωμένοι ορθόδοξοι, με φωτισμένους της Δύσης, την Α ν α γ έ ν ν η σ η.
Αυτή η χώρα, η Τραπεζούντια, με την ξακουστή ομορφιά της νεολαίας της κι ιδίως των θυγατέρων Μεγάλο – Κομνηνών, όσο καμιά άλλη χώρα, ενέπνευσε τους συγγραφείς των ρομαντικών ιστορημάτων της Δύσης και τους παραμυθάδες στις Αυλές της Ανατολίας. Χώρα, με την παραμυθένια φύση – πατρίδα του αμπελιού και, κατά τον Ευγενικό, «τους λιγνούς κι ωραίους ανθρώπους, τους προικισμένους με διαρκή υγεία και πνεύμα μεγαλόψυχο». Χαρίσματα κι ιδιότητες που τα αποδίδει στο ήπιο κλίμα, στο δροσερό, βουνίσιο αέρα και τ’ αεράκι το θαλασσινό αλλά και στο εύγευστο και σε μεγάλο βαθμό ιαματικό νερό, ώστε άλλα φάρμακα λέει δεν τους χρειάζονταν.
Σ’ αυτόν τον τόπο, που γήινος παράδεισος αποκαλούνταν, βασίλευε, κατά τους ιστορικούς, ευδαιμονία, ευτυχία. Μπορεί και να ΄ταν έτσι. Το πιστεύεις όταν ανέβεις στις Άλπεις κι όταν περιδιαβαίνεις τις Ακτές, τις Νότιες, της Μαύρης Θάλασσας, όταν διασχίζεις τη Χαλδία με τις κοιλάδες – λωρίδες καταπράσινες, κοιλάδες – οάσεις, κατάφυτες από κηπευτικά κι όλων των ειδών τα οπωροφόρα, μηλιές και λεμονιές κι αχλαδιές, ροδιές και βυσσινιές, δαμασκηνιές, συκιές καρυδιές κι ελιές, μέσα και πέρα από τη σεληνιακή άπλα της Αργυρούπολης. Ανταμώνοντας, αυτές οι χαρακτηριστικές κοιλάδες, με τα ποτάμια, τα αναρίθμητα, έτσι όπως πλέκονται, κεντώντας την την ποντιακή γη, από το Νότο προς το Βορρά κατηφορίζοντας, να ξεχυθούν στην Μαύρη Θάλασσα.
Όλα αυτά τα στοιχεία είναι αρκετά για να ΄ναι ένας τόπος, ένας λαός ευτυχισμένος;
Αυτή η πόλη των 250χιλ. κατοίκων, ενώ κιόλας μαζί χαιρόμουν την πολυκοσμία της, την κίνηση της την εμπορική, όπως τουλάχιστον έδειχνε κι όπως σε άλλη πόλη του Πόντου δε συναντήσαμε, η γεμάτη καταστήματα και μ’ ένα πλήθος κόσμου ν’ απολαμβάνει αμέριμνος, ίσως αφημένος, τον καφέ του στη μεγάλη κι ωραία, σε επίπεδα σχεδιασμένη και πισίνες, πλατεία, με πόνεσε.
Απογοήτευση η αλλοιωμένη ιστορική της εικόνα. Η παραμυθένιας ομορφιάς πρωτεύουσα των Ελλήνων του Πόντου, η πρωτεύουσα των Μεγαλο-Κομνηνών», τι σχέση μπορεί να ΄χει με τη μπαζωμένη σημερινή Τραπεζούντα, η ασχήμια της περιοχής κάτω στο λιμάνι, τι σχέση έχει με την πόλη που δέσποζε ψηλά, πάνω από τον υψίπεδο βραχόλοφο. Όπου χτισμένη, καθρεφτιζόταν μεγαλόπρεπη στα πράσινα νερά της Μαύρης Θάλασσας. Προκαλώντας το θαυμασμό σ’ Ανατολής και Δύσης ταξιδιώτες κι εμπόρους, π’ αντάμωναν στα λιμάνια της Ερμώνασσα και Ριζούντα, ανταλλάσσοντας τα πολυτελή εμπορεύματά τους. Και πλουτίζοντας την Τραπεζούντα.
Έκπληξη και θαυμασμό προκαλούσαν η Ακρόπολή της, με τα διπλά και τριπλά τείχη, όπου κι η κατοικία – Παρχαρίς, των αυτοκρατόρων της – «Το μορφωμένο και μεγαλόψυχο γένος των γνήσια Ελλήνων Κομνηνών» - Fallmerayer -. Οι τρούλοι κι οι πύργοι της, ναοί και θέατρα, κιονοστοιχίες κι αγορές, γήπεδα και ιπποδρόμια. Οι συνοικίες της στους πρόποδες του τραπεζοειδούς υψιπέδου και στις ακτές της θάλασσας, όπου άπλωνε με μεγάλους εδώ, στις ακτές, δρόμους. Καθώς και ο ασυνήθιστα ωραίος, κατά τους ιστορικούς, εμπορικός δρόμος κατά μήκος της παραλίας. Εκπλήσσονταν, λένε, με την ομορφιά της πόλης της Τραπεζούντας, όσοι από τον Εύξεινο βαθιά μέσα Πόντο, την αντίκριζαν.
Κι ο Τραπεζούντιος Βησσαρίων – Επίσκοπος της Νίκαιας κι αργότερα καρδινάλιος της Δυτικής Εκκλησίας, στο «Εγκώμιον εις Τραπεζούντα», αριστουργηματικά εκθειάζει την αγαπημένη του γενέτειρα. Ήξερε, αντιλαμβανόταν, δίχως την Ένωση των δύο Εκκλησιών, για πάντα θα την έχανε την Τραπεζούντα του. – «Και στα πλοία που την πλησίαζαν παρουσιαζόταν από μακριά, μέσα στη λάμψη του πρωϊνού ήλιου, ως βασίλισσα της θάλασσας κι όλων των γύρω περιοχών της Ανατολίας», η Τραπεζούντα του Βησσαρίωνα, Τrabzon, σήμερα, της Τουρκίας. Που, σήμερα, δε μοιάζει με την πόλη που ιστορούν κι ο Τραπεζούντιος μυστικοσύμβουλος Μιχαήλ Πανάρετος κι ο Κωνσταντινουπολίτης Νομοφύλακας Ευγενικός, αλλά και άλλοι. Και που εξαιρετικά παραμυθένια μας δίνεται η εικόνα της μέσα από τα ιπποτικά μυθιστορήματα της Δύσης, όπως το περίφημο μυθιστόρημα «Galloandro», του Γενοβέζου συγγραφέα Marini. Κι όχι μόνον. Πολλοί την επισκέπτονταν, συγγραφείς της Δύσης, την πρωτεύουσα του Πόντου, ερεθισμένοι από τις αφηγήσεις των ταξιδιωτών κι εμπόρων και μαγεμένοι έπλαθαν ιστορήματα με ηρωϊδες τις πανέμορφες Τραπεζούντιες, όπως τις έβλεπαν κι όπως απ’ όλους ιστορούνταν.