Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024, 3:21:53 πμ
Δευτέρα, 07 Απριλίου 2008 11:30

Νοστάλγησα το χωριό μου και το νερό του

ΑΦΗΓΗΣΗ
Του Ανταλλάξιμο Τούρκου πρόσφυγα Μουσταφά Ντουρμάζ
(Mustafa Durmaz)
από το Σεβιντικλί (Επτάλοφο

Ο άνθρωπος που βίωσε τον πόνο του ξεριζωμού από τα χώματα του, Μουσταφά Ντουρμάζ γεννήθηκε το 1909 στο Σεβιντικλή (Επτάλοφο) του Νομού Κιλκίς. Ο Ντουρμά άρχισε την συνέντευξη λέγοντας.
- Θυμάμαι ακόμη όλα τα ονόματα των κατοίκων του χωριού μου που αποτελείτο από 150 οικογένειες. Αν θέλετε τις μετράμε.
Ο Ντουρμάζ που ζει με τις γλυκές αναμνήσεις του χωριού του, αφηγείται τα παρακάτω,
- «Είμασταν οχτώ άτομα. Ο μπαμπάς, η μαμά και έξι αδέλφια. Το μονόροφο σπίτι μας ήτανε μέσα σε οικόπεδο 2 - 3 στρεμμάτων. Είχαμε πολύ μεγάλο οικόπεδο. Σπέρναμε και θερίζαμε σιτάρι, κριθάρι και κεχρί. Λογαριαζόμασταν από τους πλούσιους του χωριού. Στο τσιφλίκι δουλεύαμε οικογενειακώς. Στο χωριό πήγα στο σχολείο και έμαθα να διαβάζω το Κοράνι. Τα ονόματα των δασκάλων μου ήταν Ραμαζάν και Σαλίχ. Και οι δύο ήτανε καλοί άνθρωποι.
Όταν πέθαναν ο πατέρας μου και ο μεγάλος μου αδελφός, επειδή εγώ ήμουν το μεγαλύτερο παιδί, η διοίκηση του σπιτιού έμεινε σε μένα.
Ήμουν τότε 12 - 13 ετών.
Το χωριό μας ήταν Τουρκοχώρι, δεν υπήρχε κανένας Έλληνας. Τα ονόματα των φίλων μου είναι ακόμη στο μυαλό μου. Τοπάλ Μουμίν, Χασάν, Ισμαήλ, Ελμάς Πεχλιβάν, Ντελή Ακίφ, Υπακούπ, Μεχμέτ, Ιντρίς.
Ποιον να πρωτομετρήσω. Τα ονόματα των συντρόφων μου ποτέ δεν τα ξεχνώ.
Στο χωριό δεν είχαμε καφενείο. Με τους φίλους μου παίζαμε το «τρίποδο» και φτιάχναμε μουχαπέτι (καλαμπούρι). Έτσι περνούσαν οι μέρες.
Όταν άρχισε η Ανταλλαγή, ήρθαν στο χωριό Έλληνες πρόσφυγες από την Χαϊράνπολη και την Τραπεζούντα. Ένα χρόνο χρησιμοποιήσαμε από κοινού σπίτια και τα οικόπεδα μας.
Και συνεχίζει ο Ντουρμάζ.
Κατά την συγκατοίκηση, δεν προέκυψε κανένα πρόβλημα με τους Έλληνες, σαν κι εμάς, ήτανε γεωργοί., Στο μισό σπίτι μείναμε εμείς, στο άλλο μισό εκείνοι. Με αυτούς που ήρθαν από την Χαϋρανπολη μιλούσαμε τούρκικα. Τα ενδύματά μας, έμοιαζαν με τα δικά τους. Οι Έλληνες από την Χαϋραμπολή μας συμβούλεψαν να πάμε στην πατρίδα τους γιατί εκεί είχανε μεγάλα οικόπεδα. Οι Έλληνες που ήρθαν από την Τραπεζούντα ήταν διαφορετικοί. Οι Έλληνες από την Χαϋράνπολη, κατά πως λέγανε, εδώ (Τουρκία) είχανε ζήσει πολύ καλά.
Όταν ήρθαν οι Έλληνες, από τα πέντε πρόβατα μάς πήραν τα τρία και τα έδωσαν σε εκείνους. Πριν το καλοκαίρι μας ανακοίνωσαν ότι θα πάμε στην Τουρκία. Εξ αιτίας αυτού, προσφεύγοντας στην Επιτροπή Ανταλλάξιμων καταγράψαμε την περιουσία μας.

ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΟΥΜΙ
ΚΑΙ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
Η καθημερινότητα μας δεν άλλαξε όταν μάθαμε ότι θα βγούμε στο δρόμο. Φυσικά ένα χρόνο πριν, ήταν φανερό ότι θα φεύγαμε για την Τουρκία. Μια μέρα «άντε φεύγετε» είπαν. Ήρθανε κάρα, φόρτωσαν τα πράγματα μας και μας έφεραν στην Θεσσαλονίκη.
Εμείς αργότερα ανεβαίνοντας σε αλογόκαρα και βουβαλόκαρα, πήγαμε στη Θεσσαλονίκη. Το πρωί βγήκαμε στο δρόμο, το απομεσήμερο φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη που βλέπαμε για πρώτη φορά. Βρήκαμε τα πράγματα μας. Είχαμε 900 δραχμές. Σε αντιστάθμισμα των 900 δραχμών μας έδωσαν 300 τούρκικες λίρες, 18 ημέρες περιμέναμε στο ξενοδοχείο τον ερχομό του πλοίου. Τελικά το πλοίο με το όνομα «ΟΥΜΙΤ» ήρθε. Τα διαβατήρια μας είχανε ετοιμαστεί για την Χαϋράνπολη.
Στην Τουρκία το πλοίο μας αποβίβασε στην Τούζλα. Για να περάσουμε από τον κλίβανο, μας πήγαν στο ίδρυμα υποδοχής των προσφύγων. Όταν ακόμη είμασταν στο δρόμο, είχε έρθει διαταγή από τον Ατατούρκ, να μας εγκαταστήσουν σε όποιο μέρος θέλαμε. Όταν το ακούσαμε αυτό, εγκατασταθήκαμε εδώ το ταξίδι μας ήτανε πολύ δύσκολο, το πλοίο μας έφερε στην Τούζλα σε δύο μέρες. Ήρθαμε εδώ τον Νοέμβριο του 1924.
Η Τούζλα ήτανε ένα Ελληνοχώρι., αλλά όταν ήρθαμε εδώ, δεν είχε μείνει κανένας Έλληνας. Από τους συγγενείς μας, ένα μέρος του εγκαταστάθηκε στο Παλέντερε της Γιαλαβάς. Μόλις πατήσαμε το πόδι μας στην στεριά τα πράγματα μας τα αφήσαμε στην εκκλησία. Μείναμε στο σταθμό της Τούζλας μια βδομάδα, με δέκα μέρες. Μετά από αυτό ψάξαμε τα σπίτια που είχανε δώσει, τα βρήκαμε και εγκατασταθήκαμε σ’ αυτά.
Το σπίτι που μας πρωτόδωσαν ήταν ερείπιο. Έπεσε επάνω μας. Μετά βρήκαμε ένα άλλο σπίτι. Δεν μας έδωσαν το ισότιμο της περιουσίας που αφήσαμε στην Ελλάδα. Για κάθε έξι (6) άτομα, μας έδωσαν ένα οικόπεδο. Εκτός τούτου η κυβέρνηση μας έδωσε κι ένα βόδι.
Τα πρώτα χρόνια της έλευσης μας εδώ, ήταν πάρα πολύ δύσκολα. Με τον καιρό μάθαμε στη νέα μας ζωή. Σκάψαμε πλέον αυτόν τον τρόπο, ως πατρίδα μας. Τις πρώτες μέρες στεναχωρεθήκαμε. Όπως και νάχει προσφυγιά ήταν. Οι ντόπιοι της Τούζλας στην αρχή μας είδαν περιφρονητικά. Αλλά μεταξύ μας δεν έγιναν σοβαρές διαφωνίες και καυγάδες.
Ο Μουσταφά Ντουρμάζ, με τον τελευταίο του λόγο, υπογράμμισε την πραγματικότητα που δεν μπόρεσε να αλλάξει η Ανταλλαγή.
- Παρ’ όλα αυτά πατρίδα είναι το Κιλκίς. Το χωριό μου και το γλυκό νερό του, τα νοσταλγώ».