Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024, 11:51:33 πμ
Δευτέρα, 29 Μαρτίου 2021 19:58

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο μπροστάρης της Ελληνικής Επανάστασης του 1821

Γράφει η Δέσποινα Ξιφιλίδου, φιλόλογος.

Η εποχή των μεγάλων συνεδρίων στη Βιέννη (1814-1815) είχε περάσει…ο φόβος όμως της αυταρχικής πολιτικής του υπουργού εξωτερικών Μέττερνιχ σκίαζε όλες τις εθνότητες της Αυστροουγγαρίας.


Δύο φίλοι από παλιά, ο Γάλλος Lagarde πολιτικός φυγάς στα χρόνια των Ναπολεόντειων πολέμων, γνωστός στα σαλόνια της Βιέννης ως Bon viveur και η κόμισσα Λουλού Τύρχαϊμ, γυναίκα χειραφετημένη, έξυπνη, αεικίνητη, με το παρωνύμιο στους κύκλους της Βιέννης «Frausezimmer» διαβολοθήλυκο καθισμένη σε μια γωνιά του εστιατορίου η «αυτοκράτειρα της Αυστρίας» συζητούσαν απολαμβάνοντας τον καφέ τους…
- Αλήθεια Lagarde, πώς βρίσκεσαι στη Βιέννη τώρα που το Παρίσι είναι δικό σου? -
Λουλού μου - χαμογελώντας για το πολιτικό υπονοούμενο - έχω γράψει ένα βιβλίο με τίτλο «Fetes et souvenirs du Gogres di Vienne*» και ήρθα να το εκδώσω και στη Γερμανική γλώσσα…
- Θαυμάσια λοιπόν!! θα το διαβάσουμε και θα το κριτικάρουμε - ξέρεις…έγραψα και εγώ ένα βιβλίο, κάτι μεταξύ αυτοβιογραφίας και χρονογραφήματος με τον τίτλο «Ma vie et les souvenirs di grande monde de l΄ansiene Autriche **».
- Είμαι σίγουρος, Λουλού, πως κάνεις πολλές αναφορές και στον αγαπημένο σας πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη…τον ρομαντικό ποιητή…τον ευγενικό…γόνο μιας αριστοκρατικής ποντιακής οικογένειας που έχει κοινές ρίζες με τον Πατριάρχη της Βυζαντινής Κωνσταντινούπολης Ιωάννη Ξιφιλίνο, φίλο του Ψελλού. Τελευταία φορά τον Αλέξανδρο, τον είδα λίγο πριν φύγω για το Παρίσι. Ήταν ένα πρωϊνό που πήρα το άλογο μου να κάνω έναν περίπατο στο αλσύλιο του Πράτερ…ξαφνικά βλέπω κάτω από τις δενδροστοιχίες τον πρίγκιπα…μου φάνηκε πολύ σκεπτικός…τον πλησίασα, φώναξα Αλέξανδρε! Εκείνος έτρεξε κοντά μου αγκαλιαστήκαμε, αφήσαμε τα άλογα μας και περπατήσαμε…ξαφνικά έσκυψε προς το αυτί μου λέγοντας ψιθυριστά - ο Ναπολέων εγκατέλειψε την Έλβα, καιρός είναι να δράσω…να βοηθήσω να απαλλαγούν οι Έλληνες από τον ζυγό των Τούρκων… ο Μωαμεθανισμός πέθανε – ο φλογερός πατριωτισμός του και ο ενθουσιασμός του μείωνε κάθε κριτική σκέψη και διαύγεια…το όνειρο του, Λουλού μου, είναι μια ουτοπία…
Ξαφνικά η Λουλού άλλαξε ύφος και υψώνοντας τον τόνο της φωνής της ρώτησε: - αγαπητέ μου Lagarde, μια επανάσταση τί χρειάζεται πιότερο, τη σύνεση του Κοραή και Καποδίστρια ή τον φλογερό πατριωτισμό του Ρήγα και Υψηλάντη? Ουτοπία το λες αυτό?
-Λουλού μου! βλέπω κι εσύ εμφορείσαι από τα ίδια ιδεώδη…όμως η ιερή συμμαχία καλά κρατεί…!
Είπαν κι΄αλλα, για τα παλιά…τις γνωριμίες τους…τα διπλωματικά παιχνίδια και τελειώνοντας σηκώθηκαν. Ο μεν Lararde έφυγε για το Ξενοδοχείο του η δε Λουλού για την έπαυλη της αδελφής της Κωνσταντίας Ραζουμόφσκυ, συζύγου του πρεσβευτή της Ρωσίας στη Βιέννη, αφού πρώτα αγόρασε τις εφημερίδες της την ελληνική «Καλλιόπη» και την αυστριακή «Βιενναία». Όταν η Λουλού μπήκε στο σαλόνι και άπλωσε τις εφημερίδες στο τραπέζι, η Κωνσταντία περιποιόταν το σύζυγο της που τον βασάνιζαν τα αρθριτικά του. Ευθύς τον παρέδωσε στην βοηθό τους Μαριούσκα και μπήκε ορμητικά στο σαλόνι.
- Καλώς ήρθες Λουλού! Έχεις κανένα νέο για τον Αλέξανδρο…γράφουν τίποτε οι εφημερίδες?
- Δυστυχώς! Κωνσταντία μου! Είχα όμως μια απροσδόκητη συνάντηση με τον Lagarde τον πολιτικό Γάλλο φυγάδα…τον Bon viveur των σαλονιών…τον θυμάσαι?
- Ω! και βέβαια τον θυμάμαι…μήπως ήξερε κάτι για τον Αλέξανδρο? ο καημένος ο Αλέξανδρος πόσο θαύμαζε τον Καποδίστρια, και τι θυσίες έκανε για τον Τσάρο Αλέξανδρο, έχασε το δεξί του χέρι στη μάχη της Λειψίας για χάρη της Ρωσίας. Φοβάμαι, Λουλού, πως δε θα τον βοηθήσουν ο Καποδίστριας και ο Τσάρος Αλέξανδρος…φοβάμαι πως θα τον εγκαταλείψουν!
- Αυτό φοβάμαι κι εγώ Κωνσταντία! γιατί πιστεύω πως η διπλωματία δεν έχει αισθήματα.!
Όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων είχε δίκαιο η Λουλού. Ο Αλέξανδρος το 1820 έφυγε για την πατρίδα του το Κίεβο, γιατί τον ειδοποίησαν πως η μητέρα του αρρώστησε βαριά. Έφυγε, λοιπόν, χωρίς να ενημερώσει τις αγαπημένες του. Τη χρονιά εκείνη η Φιλική Εταιρεία έστειλε τους φιλικούς Ξάνθο και Μάνο να προτείνουν στον Καποδίστρια, Υπουργό Εξωτερικών του Τσάρου, να αναλάβει την αρχηγία της επανάστασης. Ο Καποδίστριας όμως αρνήθηκε…είτε γιατί δεν του ενέπνευσαν εμπιστοσύνη οι φιλικοί, είτε δε θεώρησε ευμενείς τις συνθήκες, είτε γιατί νόμισε ότι από τη θέση του Υπουργού θα βοηθούσε περισσότερο, είτε γιατί θεωρούσε τους Έλληνες ανώριμους…Οι φιλικοί έφυγαν απογοητευμένοι! όμως την άλλη ημέρα ήρθαν πάλι στην Πετρούπολη για να απευθυνθούν στον Υψηλάντη, να δεχθεί αυτός την αρχηγία. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης δέχτηκε… και στις 12 Απριλίου του 1820 υπέγραψαν το πρακτικό: αναγνώριζαν «Γενικόν έφορον της ελληνικής επανάστασης τον εκλαμπρότατον Αλέξανδρον Υψηλάντην, ίνα εφορεύη και επιστατή εν πάσιν, όσα κρίνονται άξια, ωφέλιμα και πρέποντα τη ελληνική εφορεία». Η εργασίες τους περιλάμβαναν: την ίδρυση φιλόμουσου, φιλανθρωπικής, γραικικής εταιρείας. Την ενημέρωση όλων των μυημένων. Τον ορισμό των χρωμάτων της επαναστατικής σημαίας και Την απόφαση η επανάσταση να αρχίσει συγχρόνως από Πελοπόννησο, Κωνσταντινούπολη, Παραδουνάβιες χώρες. Δυστυχώς! μερικοί από τους μημένους δεν μπόρεσαν να κρατήσουν το μυστικό και η Αγγλική κατασκοπεία μόλις έμαθε το μυστικό για την επανάσταση το πρόδωσε στον Σουλτάνο…Ο Σουλτάνος πήρε αμέσως κατασταλτικά μέτρα, σφαγές στην Κωνσταντινούπολη, ετοίμασε στρατό και στόλο και ανάγκασε τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ της Κωνσταντινούπολης να αφορίσει τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Εν συνεχεία και ο Τσάρος Αλέξανδρος διέγραψε τον Υψηλάντη από τις τάξεις του ρωσικού στρατού και αποκήρυξε το κίνημα. Την αποκήρυξη συνέταξε ο Καποδίστριας. Το πλοίο επίσης που θα μετέφερε τον Υψηλάντη στον Μοριά έφυγε χωρίς αυτόν. Έτσι αποφασίστηκε να ξεκινήσουν από τη Μολδοβλαχία νωρίτερα την επανάσταση, ώστε να απασχολήσουν τα τουρκικά στρατεύματα για να κινηθεί ο Μοριάς ευκολότερα. Στις 22 Φεβρουαρίου του 1821 ο Αλέξανδρος πέρασε τον Προύθο ποταμό, στις 24 Φεβρουαρίου κατέβηκε στο Ιάσιο, όπου έγινε δοξολογία χοροστατούντος του Μητροπολίτη Βενιαμίν και ύψωσαν τη σημαία της επανάστασης. Μετά προχώρησε στο Γαλάτσι και όταν έφτασε στο Δραγατσάνι ετοιμάστηκε να αντιμετωπίσει την τουρκική στρατιά. Ο Γιωργάκης Ολύμπιος όρισε τις θέσεις των τμημάτων του στρατού και περίμενε τη διαταγή από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη για την έναρξη της επανάστασης. Όμως ο Καραβιάς, επειδή μισούσε τον Ολύμπιο, δεν περίμενε τη διαταγή και με το σώμα του στρατού του επιτέθηκε πρώτος στους Τούρκους, χωρίς να περιμένει τη διαταγή, παρέσυρε και τον Νικόλαο Υψηλάντη με τους ιερολοχίτες σπουδαστές στη μάχη, και τότε το ιππικό των Τούρκων, που ήταν κρυμμένο στα σπίτια του χωριού όρμισε και χώρισε στα δυο τους ιερολοχίτες σφάζοντας πολλούς. Προκλήθηκε πανικός και ευτυχώς ανασύνταξε ο Ολύμπιος τον στρατό και έσωσε πολλούς ιερολοχίτες και την κατάσταση. Ο Καραβιάς αυτομόλησε στους Τούρκους, οι εθελοντές σκορπίστηκαν και έτσι έληξε άδοξα η επανάσταση στη Μολδοβλαχία. Κρανίου τόπος έγινε το Δραγατσάνι! όμως ο Αλέξανδρος με τους ιερολοχίτες ανέστησαν τις Θερμοπύλες…!! Ο Αλέξανδρος με τα αδέλφια του Νικόλαο, Γεώργιο, τον γραμματικό του Λασσάνη και τον υπηρέτη του Γεροκαβαλερόπουλο ανέβηκαν στο αρχηγείο τους στο Ρίμνικο και εκεί πήρε ο Αλέξανδρος την πένα του τη βούτηξε στη μελάνι και καταδίκασε με προκήρυξη τις πράξεις όλων των προδοτών, ντόπιων και Ελλήνων, διέγραψε ακόμα τον Καραβιά από τον στρατό του ως προδότη. Και επειδή η αποκήρυξη του Τσάρου ήταν πολύ σκληρή και δεν μπορούσε να γυρίσει στη Ρωσία αποφάσισε να περάσουν τα Αυστριακά σύνορα, γιατί ο φρούραρχος των συνόρων ο Σβίντ τους υποσχέθηκε πως αν παραδοθούν, θα τούς άφηνε ελεύθερους… αλλά τους απάτησε. Μόλις πέρασαν τα σύνορα τους έκλεισαν στις φυλακές του Μούνκατς, από όπου και ξεκίνησε ο Γολγοθάς. Η υγρασία από το ποτάμι που περιέβαλε το φρούριο – φυλακή προκαλούσε στον Αλέξανδρο αφόρητους πόνους στο δεξί ώμο του και στο στομάχι. Οι επιστολές του στα αρμόδια όργανα για τη μεταφορά τους σε πόλη με ηπιότερο κλίμα δεν εισακούστηκαν. Χρειάστηκαν οι υπεύθυνες γνωματεύσεις των ευσυνείδητων ιατρών για να επιτραπεί η μεταφορά τους στο Τερενζιεστάτ πόλη φιλική και ζεστή, όμως ήταν πολύ αργά. Η υγεία του Αλέξανδρου είχε κλονιστεί ανεπανόρθωτα. Στο Τερενζιένστατ έφτασαν Αύγουστο του 1823, παραδόθηκαν στον Κιέζα, διοικητή του φρουρίου, φιλάνθρωπο και φίλο της οικογένειας Ραζουμόφσκυ. Μόλις το έμαθαν οι δυο αδελφές Κωνσταντία και Λουλού συνεννοήθηκαν με τον φρούραρχο Κιέζα να φέρει τον Αλέξανδρο στο σπίτι του και να τον επισκεφθούν εκεί για να μην του κάνουν κακό εάν τον επισκέπτονταν στη φυλακή. Ο καλός Κιέζα έφερε τον Αλέξανδρο στο σπίτι του, όπου το τραπέζι ήταν στρωμένο και η φιλοξενία απαράμιλλη. Να! πως περιγράφει η Λουλού τη συνάντηση στα απομνημονεύματα της:
«Γρήγορα κατεβήκαμε από το αμάξι μας, ανεβήκαμε την σκάλα το σπιτιού, μπήκαμε μέσα και με ορμή τον αγκαλιάσαμε…ήταν σαν απολιθωμένος…δεν έκανε ούτε ένα βήμα εμπρός…η Κωνσταντία και εγώ αναλυθήκαμε σε δάκρυα…το βλέμμα του μας ξέσκιζε την καρδιά…τον αφήσαμε νέον και όμορφο και τον βρήκαμε σε κατάσταση θανάτου! Ποτέ δεν θα σβήσει από την ψυχή μας εκείνη η εικόνα….»
Την άλλη μέρα η Κωνσταντία κίνησε γη και ουρανό να πάρει άδεια και να τους μεταφέρει κοντά μας, χωρίς καμιά σεμνοτυφία μίλησε και στον ίδιο τον Μέττερνιχ και στον Ρώσο πρεσβευτή και σε άλλους…έκλαψε…παρακάλεσε…Όλοι της έδιναν υποσχέσεις.
Τελικά η ελευθερία τους ήρθε από τον νέο Τσάρο Νικόλαο. Υπήρξε διορατικότερος του Αλέξανδρου Τσάρου, γιατί έβλεπε πως το κλίμα της Ευρώπης άλλαξε. Και συνεχίζει η Λουλού…στη Βιέννη ο Αλέξανδρος και η συντροφιά του έφτασαν αρχές Ιανουαρίου 1828. Το ζεύγος Ραζουμόφσκυ τους εξασφάλισε κατάλυμα στο Ξενοδοχείο – Πανδοχείο «Χρυσούν Απίδιον» η Κωνσταντία τρόμαξε σαν τον αντίκρισε…για να τον μεταφέρουν στο δωμάτιο του τον σήκωσαν στα χέρια τους τα αδέλφια του…οι γατροί που τον εξέτασαν δεν έδωσαν ελπίδες…η δε Κωνσταντία έδινε την εντύπωση μιας ανισόρροπης…όλο το διάστημα δεν λείψαμε από κοντά του. Το τελευταίο βράδυ μιλούσε όλο για τη μητέρα του…για το πόνο, που θα ένοιωθε όταν μάθαινε για το θάνατο του γιού της…τέσσερα αγόρια της: ο Αλέξανδρος – Νικόλαος – Γεώργιος και Δημήτριος ρίχτηκαν στον αγώνα για την ελευθερία της Ελλάδος...
Κάποια στιγμή γύρισε το βλέμμα του ο Αλέξανδρος προς τον πιστό του Λασσάνη και με αργές ανάσες ρώτησε: - τι νέα γράφουν οι εφημερίδες? Ο Λασσάνης του έπιασε πατρικά το μέτωπο « ο Καποδίστριας, λένε, ότι έφτασε στη Μάλτα και περιμένει την Αγγλική φρεγάδα να τον μεταφέρει στην Ελλάδα» «δόξα σοι ο Θεός…!» είπε ο πρίγκιπας…και άρχισε να ψελλίζει το «Πάτερ ημών» αλλά πριν τελειώσει την προσευχή ξεψύχησε… Ήταν 31 Ιανουαρίου του 1828, μόλις 36 ετών, κατατρεγμένος από τον Μέττερνιχ και προδομένος από τον Τσάρο Αλέξανδρο της Ρωσίας.
Ο καλός Λασσάνης, που θα αποκαταστήσει τη μνήμη του, ετοίμασε τη σορό του για να μεταφερθεί στο παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου, όπου και έγινε η νεκρώσιμη ακολουθία. Τη λειτουργία τέλεσε ο επίσκοπος Φαρσάλων με τέσσερις άλλους ιερείς. Ο νεκρός φορούσε μαύρο ένδυμα – στολή του ιερού λόχου – στο στήθος του είχε ένα μαξιλάρι με τα ρωσικά παράσημα…όμως το μεγαλύτερο παράσημο του ήταν το άδειο μανίκι, που έκρυβε το κομμένο χέρι του και που έχασε στη μάχη της Λειψίας, τους κροτάφους του στόλιζε ένα στεφάνι από ρόδα και δάφνες, που λένε, ότι το έπλεξε μια λόγια Ελληνίδα. Τα αδέλφια του έκλαιγαν απαρηγόρητα, το παρεκκλήσι ήταν γεμάτο Έλληνες για να του δώσουν τον τελευταίο ασπασμό, πολλοί έκλαιγαν γοερά…με πριγκιπική γενναιοδωρία είχαν μοιραστοί εκατοντάδες κεριά. Εκπρόσωπος της Ρωσικής Πρεσβείας δεν υπήρχε.
Τον έθαψαν για άγνωστους λόγους στο Αυστριακό νεκροταφείο Σάνκ Μάρξ, τη νεκροφόρα ακολουθούσαν ιερείς, …το αμάξι του Ραζουμόφσκυ με την Κωνσταντία και την Λουλού…και μετά τα αδέλφια του και άλλα αμάξια Ελλήνων.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε…και μόνο τον Αύγουστο του 1964, μετά από απόφαση της βουλής των Ελλήνων, η μεταλλική σαρκοφάγος με τα οστά του Αλέξανδρου μεταφέρθηκε αθόρυβα στην Ελλάδα και ενταφιάστηκε – δημοσία δαπάνη – στη εκκλησία των Ταξιαρχών, στο πεδίο του Άρεως. Επιτέλους η επιθυμία του Αλέξανδρου εκπληρώθηκε και αναπαύεται τώρα κάτω από το θερμό ήλιο της πατρίδας του Ελλάδος. Με το θάνατο του εθνεγέρτη δεν ασχολήθηκαν οι Αυστριακές εφημερίδες, πέρασε σαν μια απλή αγγελία στην Βιενναία εφημερίδα. Ωστόσο η Λουλού Τύρχαϊμ έτρεξε πρώτη να κάνει την νεκρολογία του στην ίδια εφημερίδα με την υπογραφή.
«εις Έλλην»
Η αγάπη των γυναικών αυτών δεν πήγαζε μόνο από τον φιλελληνισμό τους, αλλά και από τον ρομαντικό έρωτα, που έτρεφε ο Αλέξανδρος στο πρόσωπο της Κωνσταντίας και η Κωνσταντία στο πρόσωπο του Αλέξανδρου, αφού και στα αρχεία της Βιέννης η Κωνσταντία είναι «η αθάνατη ερωμένη» η δε Λουλού το «διαβολοθήλυκο» Μάλιστα τρείς μέρες μετά το θάνατο του Αλέξανδρου και μετά τη λειτουργία μιλάει η Λουλού για το ξέσπασμα- ομολογία της αδελφής της Κωνσταντίας: «δεν έχω πιά το κουράγιο να προσευχηθώ…Ο Θεός δεν μου έδωσε τίποτα από αυτά που τον παρακάλεσα…Δεν κράτησε στη ζωή τον Φράνκ Χάγκερ…ούτε παιδιά μου χάρισε! πόσες φορές τον ικέτευσα να σώσει τον Υψηλάντη! πρόσφερα στο Θεό μου ακόμη και την ευτυχία μου για την ζωή του…μου τα αρνήθηκε όλα …!!»
Η Λουλού μετά από ένα χρόνο έσπευσε στο χορταριασμένο τάφο του Υψηλάντη κρατώντας το νεόκοπο νόμισμα του Ελληνικού κράτους, να του ψιθυρίσει πως ο σπόρος που έσπειρε, πρώτος αυτός, έγινε δένδρο και άπλωσε τους κλώνους του…! να του ψιθυρίσει ακόμα πως έχει το σύμβολο της σημαίας του…!!
Τα απομνημονεύματα της σπουδαίας αυτής φιλέλληνος και φίλης αποτελούν πολύτιμες πηγές – ντοκουμέντα – της εθνεγερσίας της Ελλάδος, αλλά και όλης της Ευρώπης του 19ου αιώνα.

* Γιορτές και αναμνήσεις από τα συνέδρια της Βιέννης
** Η ζωή μου και αναμνήσεις από το μεγάλο κόσμο της παλιάς Αυστρίας.