Κάτι τέτοιο, εκτός από αναξιοπρεπές, θα ήταν και στείρο. Τα μεγάλα επιτεύγματα του παρελθόντος, οι ηρωικές πράξεις και οι αγώνες για την υπεράσπιση της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, δεν είναι εκεί για να βαραίνουν την πλάτη μας με φορτίο ασήκωτο, αλλά για να μας εμπνέουν και να μας παραδειγματίζουν. Μεγάλες πράξεις καμωμένες όχι από ημίθεους αλλά από πραγματικούς ανθρώπους με σάρκα και οστά, δίνουν και σε μας την ελπίδα ότι μπορούμε, αν χρειαστεί, να κατακτήσουμε παρόμοιες κορυφές.
Ο Μακεδονικός Αγώνας (1904-1908) είναι μια από τις πιο μεγαλειώδεις αλλά και παράξενες συγκρούσεις της ελληνικής-και όχι μόνο-ιστορίας. Το σκηνικό που είχε στηθεί στις αρχές του 2ου αιώνα στη Μακεδονία ήταν το εξής: η περιοχή βρισκόταν υπό τουρκική κυριαρχία από αιώνες, όμως η οθωμανική αυτοκρατορία είχε μπει σε πορεία μη αναστρέψιμης παρακμής και ήταν φανερό ότι αργά ή γρήγορα θα αναγκαζόταν – με ή χωρίς βία – να εγκαταλείψει τα εδάφη που κατείχε ακόμη στα Βαλκάνια. Τα μακεδονικά εδάφη διεκδικούνταν κυρίως από την Ελλάδα και τη Βουλγαρία, δευτερευόντως δε και από τη Σερβία. Ο αγώνας δόθηκε αρχικά μέσω των σχολείων και της Εκκλησίας, καθώς, από το 1870 είχε ιδρυθεί αυτόνομη βουλγαρική εκκλησία, η Εξαρχία, η οποία φιλοδοξούσε να εξαπλώσει τη θρησκευτική της δικαιοδοσία σε όσο το δυνατόν περισσότερες μακεδονικές και θρακικές επαρχίες. Σ'αυτά τα πλαίσια, όσοι ορθόδοξοι ασπάστηκαν την Εξαρχία θα θεωρούντο Βούλγαροι, οι δε παραμένοντες πιστοί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, Έλληνες. Στο μέτωπο της εκπαίδευσης, η μάχη δόθηκε στον τομέα της γλώσσας, καθώς αυτή θεωρήθηκε βασικό τεκμήριο εθνικότητας.
Γρήγορα όμως τα ειρηνικά μέσα διεκδίκησης της Μακεδονίας εγκαταλείφθηκαν και ο λόγος δόθηκε στα όπλα. Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα οι πρώτες βουλγαρικές ένοπλες ομάδες, εκμεταλλευόμενες και τη δεινή θέση της Ελλάδας μετά την ήττα της στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, είχαν εισχωρήσει στις περιοχές του Μοναστηρίου, της Φλώρινας, των Γιαννιτσών και της ίδιας της Θεσσαλονίκης, προσπαθώντας με τη βία αλλά και την ψυχολογική πίεση να επιφέρουν τετελεσμένα γεγονότα όσον αφορά τη μελλοντική τύχη της Μακεδονίας. Στόχος των Βουλγάρων ενόπλων – των κομιτατζήδων όπως ονομάστηκαν από τη βουλγαρική λέξη komitet, την επιτροπή δηλαδή που συντόνιζε τις κινήσεις τους από τη Σόφια – ήταν να απειλούν σε πρώτη φάση σημαίνουσες προσωπικότητες των ελληνικών πόλεων και χωριών της Μακεδονίας, πρωτίστως δε ιερείς, δασκάλους και εμπόρους. Το επόμενο στάδιο ήταν μαζικές δολοφονίες των πιο ανυπότακτων Ελλήνων της περιοχής, με προφανή σκοπό την τρομοκράτηση και την κάμψη του φρονήματος του ελληνικού πληθυσμού. Ιδιαίτερα έντονο ήταν το μένος των Βουλγάρων εναντίον εκείνων των Μακεδόνων οι οποίοι, αν και μιλούσαν τη σλαβική γλώσσα, είχαν ελληνική, ρωμέικη συνείδηση, παρέμεναν πιστοί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κων/πολης και επιθυμούσαν την ένωση με την Ελλάδα. Αυτούς οι Βούλγαροι τους ονόμαζαν περιφρονητικά ''Γραικομάνους''. Για άλλη μια φορά, η Εκκλησία στάθηκε προμαχώνας του έθνους.
H ελληνική απάντηση άργησε σχετικά. Το 1903 ο πολιτικός και μετέπειτα πρωθυπουργός Στέφανος Δραγούμης έγραφε με πικρία: ''Το μακεδονικό ζήτημα, εν έτει 1903, εξακολουθεί, δυστυχώς, να θεωρείται ένα βουλγαρικό ζήτημα''. Σταθμός-ορόσημο που ξύπνησε, θα λέγαμε, από τον λήθαργο, τις ελληνικές κυβερνήσεις, ήταν ο ηρωικός θάνατος του Παύλου Μελά, αξιωματικού του ελληνικού στρατού, στη Στάτιστα της Καστοριάς, τον Οκτώβριο του 1904, από απόσπασμα του τουρκικού στρατού. Καθώς ο Παύλος Μελάς προερχόταν από την υψηλή κοινωνία της Αθήνας, η θυσία του έκανε αίσθηση στην ελληνική κοινή γνώμη και κινητοποίησε το έθνος στην προσπάθεια να μην χαθεί η Μακεδονία. Στην τελευταία του επιστολή προς τη γυναίκα του Ναταλία, στις 9 Οκτωβρίου 1904, ο Μελάς έγραφε: ''Θέλω και πρέπει να μείνω εδώ. Τι σημαίνει ένας άνθρωπος; Ενός άνδρα το αίμα αν ποτίσει το χώμα της Μακεδονίας, θα ξυπνήσουν όσοι κοιμούνται, θα εγκαρδιωθούν όσοι έχουν τρομοκρατηθεί''.
Μετά από αυτόν τον θάνατο, οι δισταγμοί παραμερίστηκαν. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης είναι εκείνος που έδωσε την εντολή, στα 1904, να εισέλθουν στη Μακεδονία τα πρώτα ελληνικά ένοπλα τμήματα, στελεχωμένα από αξιωματικούς του ελληνικού στρατού, κάτι που, τυπικά, ήταν, βέβαια, παράνομο και κίνηση μεγάλου ρίσκου, αφού εισέρχονταν σε οθωμανικό έδαφος. Το έθνος είχε επιτέλους αποφασίσει να δώσει τον υπέρ πάντων αγώνα για τη σωτηρία της Μακεδονίας. Τα τμήματα αυτά άρχισαν να αναζητούν τους Βούλγαρους κομιτατζήδες και να εμπλέκονται σε σφοδρές συγκρούσεις μαζί τους. Επρόκειτο για έναν πόλεμο ακήρυκτο, πολύπλευρο, σκληρό, μυστικό, μοναδικό στην ιδιοτυπία του, χωρίς κανονικούς στρατούς, χωρίς στρατηγούς, χωρίς σταθερό μέτωπο, με ενόπλους ολιγάριθμους και αόρατους στις κρυψώνες τους. Έλληνες και Βούλγαροι μάχονταν για την μελλοντική επικράτηση σε μια περιοχή που ήταν ακόμη υπό τουρκική κυριαρχία.
Μέσα στην τετραετία 1904-1908 ο αγώνας πέρασε στα χέρια εμπνευσμένων προσωπικοτήτων: ο Έλληνας πρόξενος στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη Λάμπρος Κορομηλάς, ο πρόξενος στην πόλη του Μοναστηρίου Ίων Δραγούμης ο οποίος φώναξε ''πάμε να σώσουμε τη Μακεδονία και η Μακεδονία θα μας σώσει'' και ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης που λειτουργούσε έχοντας το πιστόλι πάνω στην Αγία Τράπεζα για να αμυνθεί σε περίπτωση βουλγαρικής επίθεσης, οργάνωσαν την άμυνα των ελληνικών κοινοτήτων έναντι της βουλγαρικής απειλής, στήνοντας ένα εκπληκτικό δίκτυο πληροφοριών, εφοδιασμού, κατασκοπείας, ενώ, από την άλλη, η ένοπλη αντεπίθεση πραγματοποιήθηκε από ηρωικούς οπλαρχηγούς όπως ο Κώτας, ο Γκόνος, ο Άγρας, ο Γαρέφης, ο Βάρδας, ο Ακρίτας. Όλοι αυτοί κατόρθωσαν, μετά από σκληρότατες συγκρούσεις, να περιορίσουν τους Βούλγαρους κομιτατζήδες. Κάποιοι, όπως ο Άγρας, άφησαν στη Μακεδονία την τελευταία τους πνοή. Η ένοπλη αυτή φάση του αγώνα τερματίστηκε, ως γνωστόν, με την επανάσταση των Νεοτούρκων το 1908 και τις ψευδεπίγραφες υποσχέσεις τους για ισονομία και ισοπολιτεία όλων των υπηκόων της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Η σημασία του Μακεδονικού Αγώνα έγκειται στο ότι διαφύλαξε τον ελληνικό χαρακτήρα της Μακεδονίας, προφυλάσσοντας τον ελληνικό πληθυσμό της από την ολομέτωπη επίθεση που δεχόταν και η οποία σκοπό είχε να σβήσει τη θέλησή του για απελευθέρωση και ένωση με την Ελλάδα. Έτσι, οι μακεδονομάχοι προετοίμασαν τον δρόμο για την οριστική απελευθέρωση της Μακεδονίας λίγα χρόνια αργότερα, κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913. Η πόλη μας, το Κιλκίς, κατέχει εξέχουσα θέση σ' αυτή την ευτυχή κατάληξη: η φοβερή μάχη που διεξήχθη εδώ στις 19, 20 και 21 Ιουνίου 1913-σημειωτέον: η πιο πολύνεκρη μάχη της νεότερης ελληνικής ιστορίας-διασφάλισε, με τη νικηφόρα έκβασή της, ότι η Θεσσαλονίκη και κατ' επέκταση η Μακεδονία, θα παρέμεναν ελληνικές. Για μια φορά τουλάχιστον οι θυσίες είχαν πιάσει τόπο.
Αιωνία η μνήμη όσων έπεσαν για να μείνει η Μακεδονία ελεύθερη και ελληνική.