Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024, 3:31:02 πμ
Κυριακή, 15 Ιανουαρίου 2023 20:35

Συνέχεια στα “casino” μιας άλλης εποχής στο ανατολικό Κιλκίς

Γράφει ο Τάσος Γιοβανούδης.

Μη νομίζετε πως μόνο στο Παλατιανό χαρτόπαιζαν εκείνο το διάστημα. Ελάτε να δούμε μαζί τί συνέβαινε στα casino των διπλανών χωριών.
Στη δεκαετία του εβδομήντα στην Ευκαρπία γινόταν μεγάλο πανηγύρι, στις 8 Σεπτεμβρίου.
Τρείς ημέρες πριν το πανηγύρι (5-9-1969), ο Παράς. ιδιοκτήτης της ταβέρνας που βρισκόταν στην έξοδο του χωριού, ζήτησε από την αστυνομία την απαραίτητη άδεια λειτουργίας του καταστήματός του με ορχήστρα, καθώς και εγκεκριμένες τιμές πώλησης ποτών και εδεσμάτων, για την χοροεσπερίδα.


Το ίδιο απόγευμα ήταν έτοιμη η άδεια και πήγαμε να την επιδώσουμε στον ίδιο και να του επιστήσουμε την προσοχή σε ορισμένα θέματα, ώστε να αποφευχθούν προστριβές και φασαρίες, που ήταν συνηθισμένα φαινόμενα στα πανηγύρια.
Τον αναζητήσαμε από τη σύζυγό του, τη Σαΐα, που είπε αρκετά εκνευρισμένη:
-Ανάθεμάτον, ώρα δέκα πήγε στο Χειμαδιό να φέρει καθίσματα για το πανηγύρι, νύχτωσε και ακόμα δεν ήρθε. Ξέρω εγώ τί κάνει.
Αχάααα, μουρμούρισε και κούνησε τα χέρια της δείχνοντας τράπουλα και χαρτοπαιξία.

Καβάλα στο Zuntapp περάσαμε από το Χειμαδιό, ώστε να εκπληρώσουμε την αποστολή μας. Πρώτη φορά βρεθήκαμε στο καφενείο του Φιντανάκου, που ήταν αριστερά στην είσοδο του Χειμαδιού.
Μόλις μπήκαμε ακούσθηκε ένα σούσουρο ανησυχίας από τη μοναδική παρέα, δέκα περίπου θαμώνων. Ανάμεσά τους και ο Παράς, καθόντουσαν όλοι γύρω από ένα τραπέζι στρωμένο με πράσινη τσόχα.
Τα χέρια μπαινόβγαιναν στις τσέπες, τα χαρτιά έπεσαν μπρούμυτα, δήθεν από σεβασμό σηκώθηκαν όρθιοι να μας καλωσορίσουν.
Δώσαμε την άδεια στον Παράς, που χαμογελούσε πονηρά, του είπαμε τις συμβουλές και προτροπές μας και φύγαμε, χωρίς να πάρουμε ούτε το κέρασμα που μας πρότειναν. Ήδη άρχισε να σουρουπώνει.
Μετά από δυο ώρες επιστρέψαμε και από τη τζαμαρία φάνηκε η ίδια παρέα, στην ίδια θέση, να συνεχίζει το παιχνίδι, μόνο ο Παράς καθόταν και παρακολουθούσε από μακριά τους παίχτες.
Έμειναν σύξυλοι, με τα χαρτιά στα χέρια, τα χρήματα μπροστά τους. Δεν περίμεναν την επιστροφή μας και με κατεβασμένα τα κεφάλια άρχισαν τις δικαιολογίες και τα παρακάλια.
-Κ΄ είπα σας, είπε ο Παράς, α πιάν΄ εμας, σεις είπατε, ατός χαμπάρ κι πήρε, α τώρα δεβάτε.
Έτσι ο Παράς απέφυγε το κάζο, ενώ οι υπόλοιποι, με τα καθίσματα στην πλάτη οι θαμώνες και το τραπέζι ο καφετζής, βρέθηκαν στην αυλή, παρακαλώντας να πάνε στην αστυνομία ανεβασμένοι σε ένα τρακτέρ UNIMAC
Συμφωνήσαμε, ανέβηκαν στη μικρή πλατφόρμα, ο ένας πάνω στον άλλο και πήραν το δρόμο για το Μυλοχώρι.
Πριν προλάβουν να βγουν από το Χειμαδιό τους αφήσαμε ελεύθερους.
Γυρίστε πίσω είπαμε, μπορείτε να συνεχίσετε, ο αστυνόμος δεν έχει τίποτα να χάσει. Ρωτήστε τις γυναίκες σας, ποια απ΄ όλες, αγανακτισμένη αναγκάστηκε να ειδοποιήσει τον αστυνόμο.
Καταγγελία βέβαια δεν υπήρξε, μόνο θέλαμε, έστω και ελάχιστα να τους προβληματίσουμε, ίσως λίγο και να τους φοβίσουμε. Αυτοί όμως από τίποτε δεν χαμπάριαζαν, ούτε ακόμη και από τον εισαγγελέα.
Ήταν σίγουρο ότι την επομένη πάλι σε κάποιο στρογγυλό τραπέζι θα κάθονταν παρέα με τους φίλους τους, τους κουμαρτζίδες.
Όσο για το πανηγύρι, έγινε με μεγάλη επιτυχία και προ παντός χωρίς διαπληκτισμούς και φασαρίες. Ο Παράς νωρίς το πρωί κουβάλησε τα τραπέζια και τα καθίσματα, ο κόσμος ήταν πολύς, από όλα τα χωριά, το γλέντι τρικούβερτο, κράτησε μέχρι το πρωί. Ωραία ήταν η ορχήστρα, αλλά ξεχωριστή και ζουμερή, με ναζιάρικα και αισθησιακά κουνήματα ήταν η ντιζέζ (χορεύτρια). Ντυμένη με τα αραχνοΰφαντά της κτυπούσε με τέχνη στο γοφό το ντέφι, προς τέρψην οφθαλμών του ανδρικού πληθυσμού και ευκαιρία κακογλωσσιάς του γυναικείου.

Για υπηρεσιακούς λόγους βρεθήκαμε στις δυο το βράδυ τον Ιούνιο του 1970 να περιπολούμε πεζοί στην Ευκαρπία. Νεκρική σιγή στο χωριό, μόνο τα τριζόνια και τα σκυλιά ακουγόντουσαν. Φθάνοντας στην πλατεία είδαμε το καφενείο του Σταύρου φωτισμένο. Οι κόκκινες χοντρές κουρτίνες έκρυβαν οπτικά απόλυτα το εσωτερικό, χωρίς χαραμάδα, τα δικτυωτά σιδερένια παντζούρια ήταν κατεβασμένα και μέσα στην ηρεμία της βραδιές να ακούγεται μονότονα: μέσα, «πάσο, δικαίωμα κλπ» και πού και πού καμιά βρισιά στην καταραμένη τύχη.

Από το αφύλακτο παραθυράκι της πίσω πλευράς φάνηκε το στρωμένο τραπέζι και μια δεκάδα θαμώνες, από διάφορα χωριά, αφοσιωμένοι, στο χαρτοπαιχτικό τους έργο, μέσα στην αντάρα από τα τσιγάρα.
Όταν ο συνάδελφος χτύπησε την πόρτα και άκουσαν ότι είναι αστυνομία, πήραν από μπροστά τους τα χαρτιά, τα χρήματα και τα έχωσαν όπως όπως στις τσέπες και όπου βρήκε πρόχειρο χώρο ο καθένας.
Η τσόχα με τα χαρτιά κρύφτηκε τσαλακωμένη πίσω από τον πάγκο, ενώ άλλος έτρεχε να ανοίξει ρετσίνες, άλλος να φέρει ποτήρια, άλλος να ανοίξει μια δυο κονσέρβες και έτσι έστρωσαν το νόμιμο τραπέζι, να πείσουν τον αστυνόμο ότι, «απλά μερακλώθηκαν και διασκέδαζαν διπλοκλειδωμένοι, μη τους κακοχαρακτηρίσουν για μπεκρήδες οι περαστικοί της νύχτας, με κατεβασμένα μάλιστα και τα κιοπέγκια».
Ξεκλείδωσαν την πόρτα, σήκωσαν το στόρι και προσφέρθηκαν όλο κέφι και διάθεση να κεράσουν καμιά ρετσίνα.
Μετά από δυο τρία λεπτά αμηχανίας τους, έσκυψα, κατέβασα δήθεν αδιάφορα την κάλτσα μου και είπα:
-Φτου ρε γαμώτο, εδώ είχα κρύψει κάτι κατοστάρικα, μάλλον τα έχασα στο δρόμο.
Κοιτάχτηκαν τα φιλαράκια, ξανακοιτάχτηκαν, μας πήραν χαμπάρι, είπε αυτός που έβαλε τα λεφτά στην κάλτσα.

-Βγάλτε τα χαρτιά και τα λεφτά από τις τσέπες και τις κάλτσες, τους είπαμε, πάρτε την τσόχα που είναι πίσω στον πάγκο και συνεχίστε. Είδαμε κάποιες γυναίκες μόνες πάνω στο κάρο, να πηγαίνουν ήδη για το σπάσιμο των καπνών, εσείς συνεχίστε και ζητούμε συγνώμη για την ενόχληση.
Τους αφήσαμε στην άθλια τη μοίρα τους, να κυνηγούν την τύχη τους.
Χαρτοπαιξία !!!!!!!, και δόξα τον Αλλάχ, ο περισσότερος ανδρικός πληθυσμός των χωριών.
Ο αστυνόμος γνώριζε, αλλά απόφευγε να μπει στα καφενεία, πάλι στην τσόχα και το στρογγυλό τραπέζι θα τους έβρισκε. Ήταν μόνιμα καρφωμένοι.

Τσόχες και τραπέζια στρώνονταν παντού, ακόμη και στα καφενεία των μικρών χωριών, του Άνθιμου στο Μονολίθι, του μπάρμπα Κυριάκου στη Μαυροπλαγιά, του Κοντοειδή στο Γερακαριό, του Λάζαρου στο Μυλοχώρι, του Θανάση στο Κοιλάδι, του Ιωσήφ στην Αντιγόνεια, του Ρήγα στο Κεντρικό, πιθανόν του Τσαλουχίδη στους Πετράδες.
Μόνο στη Γαύρα δεν έπαιζαν, γιατί ούτε καφενείο είχαν, ούτε ανδρικός πληθυσμός υπήρχε, είχε μεταναστεύσει όλο το χωριό στη Σουηδία.

Υ.Γ. Η φωτογραφία είναι από το διαδίκτυο-LefkadaOpen-Η τράπλα στους παλιούς καφενέδες, του Παναγιώτη Σκληρού.