Τετάρτη, 24 Απριλίου 2024, 9:56:23 μμ
Πέμπτη, 12 Μαρτίου 2009 03:53

Ταξίδι στο Χρόνο-Τόπο του χθες και του σήμερα

Από πριν, υποσυνείδητα κι αργότερα ενσυνείδητα, ο σχεδιασμός του ταξιδιού πίσω στο Χρόνο – Τόπο της καταγωγής μου. Όπου η γλώσσα μου: Θάλασσα, Μαύρη, Εύξεινος, Εύξεινος Πόντος, Πόντος – Πατρίδα προγονική. Θάλασσα και βουνά η γη των προγόνων και ποτάμια ιριδένια, χυμένα πλούσια σ’ αυτό εκεί το, σαν πελώρια λιμνοθάλασσα, βορεινό κομμάτι της Μεσογείου. Γη ταξιδίων μας από το θαυμαστό ταξίδεμα του Φρίξου και της Έλλης.

Και των Αργοναυτών την εποχή, που ίσως ακόμα πιο βαθιά να τον τραβά το χρόνο της μυθολογίας. Πού αρχίζει ο πρώτος κρίκος της αλυσίδας των εποχών, χρυσόμαλλα δέρατα αναζητώντας, ποιος να ξέρει. Ποιος ξέρει κι αν ίσως καιροφυλακτούν να ‘ρθουν στο φως ανατροπές, από τα βάθη της μυθολογίας, για τις ρίζες της ιστορίας του πολιτισμού μας.
Σ’ αυτήν τη θάλασσα, τη Μαύρη, που ακύμαντη μας υποδέχτηκε, το χρώμα, κάτω από το απογευματινό αυγουστιάτικο φως, έκλινε προς το γαλανό. Κι ήταν ένα γλυκό ξάφνιασμα, μετά τη λυγμική συγκίνηση, αντικρίζοντάς την τη μυθική <<Μαύρη Θάλασσα>>. Ούτε χρώμα μαύρο κι ούτε πελώρια άγρια κύματα. Γι’ αυτό και μετά το ξάφνιασμα, της γαληνεμένης θάλασσας, η κάποια απογοήτευση. Κι έμεινα να περιμένω να δω τον ουρανό να καθρεφτίζεται μουντός στα νερά που σκουραίνουν από τα καταπράσινα ποτάμια - Από τις Ποντιακές Άλπεις κατεβαίνοντας, όταν και ο ήλιος είναι κρυμμένος πίσω από σύννεφα. Συχνό φαινόμενο στον Πόντο το βροχερό, όπου τελικά, μύθος τα μυθικά πελώρια κύματα. Κρίμα! Η πραγματικότητα μου αναποδογύρισε την εικόνα της μυθολογίας.
Αυτή η γη, ο Πόντος, στις νότιες ακτές της Μαύρης Θάλασσας, πατρίδα μου, ιστορικά, από τον όγδοο π.Χ. αιώνα. Μ’ αριστερά της τη Βασιλεύουσα και το θρύλο της με το μαρμαρωμένο βασιλιά, κειμένη εντεύθεν και εκείθεν του Βοσπόρου, από το πιο ωραίο πέλαγος του κόσμου που έρχεται, το Αιγαίο, ως δίαυλος, προς τα θρυλούμενα νερά του Εύξεινου Πόντου. Κι ανατολικά της γης του Πόντου, οι παράκτιες χώρες, οι καλούμενες τα αρχαία χρόνια, Αι θ ι ο π ί α. Κάτι που αποπροσανατολίζει γεωγραφικά κι ιστορικά όταν δεν το γνωρίζεις.
Αυτή εκεί η περιοχή, ο Εύξεινος Πόντος, προκαλούσε να τον γνωρίσω. Να περπατήσω σ’ εκείνες τις περιοχές όπου ο Δίας, ο θεός ο κατεστημένος, ζωντανό αλυσόδεσε, στο όρος Καύκασο, τον Τιτάνα Προμηθέα. Αυτόν που έκλεψε απ’ τους θεούς τη φωτιά για το δικό μου, εμένα του κοινού θνητού, το καλό. Κι όπου ο Φρίξος, ο Ιάσονας, Ηρακλής κι Ορφέας κι ήρωες άλλοι και ημίθεοι, μαζί πάντα κι η Αθηνά, η θεά της σοφίας, άνοιξαν δρόμο στη συναρπαστική περιπέτεια, τη γνωριμία του Κόσμου.
Τόπος συναρπαστικός μου φάνταζε ο Πόντος και σχεδόν μυστηριώδης, με άπλες από φως πρασινογάλαζο και χρώμα άλλοτε μουντό και βροχερό κι αλλού φως ήλιου, άσπρο. Και βουνά τα χιόνια μήνες ολόκληρους – Εικόνα που έβγαινε μέσ’ από τα τραγούδια και τις αφηγήσεις παλικαριάς και καθημερινής ζωής. Και μέσ’ από ιστορίες με έρωτες – Έρωτες ωραίοι και δυνατοί. Καμιά φορά πληγωμένοι, δραματικοί.
Εικόνα μιας άγριας ομορφιάς στη συνείδησή μου ο Πόντος, αλλά και ήρεμου, απαλού τοπίου εικόνα,  μέρη μέρη γυμνής. Κι ανάλογο με το τοπίο και το κλίμα. Τότε, που ακόμα δεν τον είχα περπατήσει, δεν το ήξερα. Γεμάτος θεόρατα έλατα και φουντουκιές, παντού φουντουκιές. Καρυδιές, ελιές, μηλιές, αλλού. Και τριαντάφυλλα… Που χιλιόμετρα μακριά μοσχομύριζαν! Ο θρύλος τους, μέσα από αφηγήσεις δικών μου, με παραξένευε. Πώς γίνεται να μοσχοβολούν χιλιόμετρα μακριά τα τριαντάφυλλα… Στη συνείδησή μου έπαιρνε τη διάσταση μιας γαληνεμένης ζωής. Όμως δεν ήταν έτσι.
Αυτήν τη γη, έχοντας μέσα στη μισοφέγγαρη άπλα της αγκαλιά τη Μαύρη Θάλασσα, τη στεφανώνουν τα πολυθρύλητα βουνά της, οι Άλπεις οι Ποντιακές. Δάση με πυκνή βλάστηση, απαλή, σαν καταπράσινο μετάξι. Που το φθινόπωρο γεμίζει χρώματα ο κόσμος τους. Τέτοια πολυχρωμία, λεν, αλλού δεν τη βλέπεις και γι’ αυτό, άμα κατάγεσαι από κει και πας μια φορά, καταλαμβάνεσαι από μανία να ξαναπάς, αφού κιόλας, φεύγοντας, νομίζεις πως μισά τα είδες όλα. Πόσα δεν μπόρεσες να δεις, μετά το συνειδητοποιείς.
Τα αμέτρητα, κυριολεκτικά αμέτρητα, ποτάμια, πλέκονται δαντέλλα, σ’ αυτήν τη γη με τις άπλες κοκκινόχωμα χωράφια. Και λωρίδες στενές κοιλάδες, άβαθες, ανάμεσά τους, π’ ανταμώνουν με τα ποτάμια, καθώς τραβούν για τη Μαύρη Θάλασσα, αφήνοντας πίσω το σεληνιακό τοπίο της Χαλδίας. Με το πλούσιο υπέδαφος κάποτε, τώρα…/ Πηγμένης αργυρόσκονης / άπλα απέραντη/.
Ήθελα να τη γνωρίσω αυτήν τη γη, να ζήσω με τα λαλήματα ανθρώπων που εκεί γεννήθηκαν. Που απ’ αυτούς γεννήθηκα. Που με μεγάλωσαν, με έζησαν, τους έζησα. Μ’ άλλους η γνωριμία μέσα από φωτογραφίες. Μερικοί απ’ αυτούς δεν ήρθαν στην Ελλάδα, έμειναν εκεί, χάθηκαν…
Δόξα και χαλασμός στον Πόντο. Και γι’ αυτό, που είναι  π ό ν ο ς, είναι που ήθελα να τον περπατήσω, να μυρίσω τα χώματά του, με το αποπνικτικό χυμένο αίμα, ανάκατο με τη μυρωδιά της αζαλέας που σε μεθά χωρίς ποτέ να ξεμεθύσεις. Είναι και γι’ αυτό που ήθελα να πάω στον Πόντο και όχι μόνο γιατί είναι η ιστορία – παραμύθι, ιστορία, που γοητεύει σαν παραμύθι, ενός μεγάλου πολιτισμού. Με Ίωνες και εκστρατείες ιασόνιες, κριάρια φτερωτά και βασιλιάδες κι αυτοκράτορες: Ξεριζωμένων μνημοσύνες / λυγμών ροή / στη γη μου την παθούσα / μ’ έφεραν /
Από τη στιγμή που ξεκινήσαμε, ταξίδι οργανωμένο από την Ένωση Ποντίων Πιερίας με το Ταξιδιωτικό Γραφείο Βελώνης της Κατερίνης, πίστευα πως φτάνοντας στα όρια Παφλαγονίας – Πόντου, θα πανηγύριζα.
Μέσα μας, «Ευοί, Ευάν!», όταν διασχίζοντας την Πόλη, πάνω από τη γέφυρα του Βοσπόρου, περάσαμε στην άλλη της μεριά, τη Μικρασιατική. Ήταν ένα ξέσπασμα συναισθηματικό μετά τη θλίψη μας στο πρωταντίκρισμα της Βασιλίδας των πόλεων, την προηγούμενη μέρα_ Μόλις που σουρούπωνε ήταν. Με τους εφτά λόφους της να πνίγονται σε δάση από πολυκατοικίες, ως πέρα μακριά, ατέλειωτα. Μια πόλη τέρας, δεκαεφτά, είκοσι ίσως, εκατομμυρίων. Και στη συνέχεια μετά, το πρώτο της ζωής μου ξημέρωμα στην πρωτεύουσα της κάποτε Ρωμιοσύνης. Μ’ αυτήν την πίκρα που νιώθεις βλέποντάς την αλλιώτικη από την ιστορική της εικόνα.
Και να ‘μαστε, στη μυθικά θρυλική Μικρά Ασία. Για μας, με καταγωγή απ’ αυτή τη γη, είναι η συνάντηση με τους προγόνους.
Για ώρες διασχίζουμε την Παφλαγονία – Τι τοπίο! Μαγεύει η παράξενη γυμνή ομορφιά της.
Κι η απόσταση για την πατρίδα όλο και μικραίνει.
Να γυρίζεις πίσω στο Χρόνο – Τόπο της ιστορίας σου, είναι σημείο όπου ξεπερνάς τα ανθρώπινα όριά σου. Η χαρά είναι μιας άλλης αίσθησης συναίσθημα, η συγκίνηση ένας κριγμός άλλος, από πολύ βαθιά που έρχεται. Από το βάθος των αιώνων.
Η εκστασίαση, «Ευοί, Ευάν!», μέσα μας στο απόγειό της. Μας δικαιολογώ. Οι Έλληνες του Πόντου, όπου ευδοκιμούσε η άμπελος, η Άμπελος–Διόνυσος, της Αμπέλου-Σεμέλης ο γιός, αρέσκονταν να ξεφαντώνουν βακχικά. Το προδίδει κι η ελευθερία έκφρασης στον καθημερινό τους λόγο για «πράγματα» φυσικά, φυσικά ειπωμένα, με την άνεση μιας λαϊκής γλωσσικής επιστημοσύνης, αποκτημένης με τους αιώνες.
«Φίλοι και φίλες! Αυτή τη στιγμή περνάμε στον Πόντο. Ναι, είμαστε στα όρια του Πόντου, χειροκροτείστε!».