Κυριακή, 19 Μαΐου 2024, 3:39:52 πμ
Παρασκευή, 12 Ιουλίου 2013 17:59

Χαράλαμπος Παπαδόπουλος Φαναριώτης : Η γλυκειά σκέψη του ονείρου

papppous
Τα όνειρα, δύσκολα πραγματοποιούνται, γι’ αυτό λέγονται και παραμένουν όνειρα.
Όμως κάποιοι τυχεροί ξεφεύγουν, όπως άλλωστε σε κάθε κανόνα που έχει τις εξαιρέσεις του.
Διακαής πόθος λοιπόν ανθρώπων, η πραγματοποίηση των ονείρων. Τυχεροί αυτοί οι λίγοι, που μπορούν, ή τους τα φέρνει έτσι η τύχη και πραγματοποιούν τα όνειρά τους.
Συνήθως η πραγματοποίηση των ονείρων, φέρνει την ευτυχία ένα αίσθημα ικανοποίησης, χαλάρωσης, αυτήν: του άπιαστου ονείρου.
Στο βασίλεμα αυτής της άμοιρης ζωής, φεύγοντας για το μεγάλο ταξίδι, ο κυρ Παντελής, γεύτηκε την γλυκύτητα: της ομορφιάς του ονείρου.

Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΘΕΑΜΑ

Μια ιστορία θα σας πω
που γνώρισα ένα γέρο,
εδάκρυσαν τα μάτια μου
χωρίς να τον εξέρω

Μια συμβουλή στον άνθρωπο
Γράφω προτού γεράσει
Να τη διαβάζει πάντοτε
Να μην την εξεχάσει

Άμα γεράσει ο άνθρωπος
Δεν τον συμπαθούνε
τον θάνατο παρακαλούν
να τον ξεφορτωθούνε

Γι’ αυτό και κράτα γέροντα
τα περιουσιακά σου,
γιατί μια μέρα θα βρεθείς
στο δρόμο απ’ τα παιδιά σου

Ο μεγαλύτερος εχθρός
γίνεται, το παιδί σου
και ο φίλος ο καλύτερος
είναι η σύνταξή του

Άμα γεράσει ο άνθρωπος
και δεν αυτοσυντηρείται
καλύτερα ο θάνατος
παρά να τυραννείται

Σε μια γωνιά τον βάζουνε
τον φουκαρά τον γέρο
και για να τον κοιτάζουνε
χρειάζεται συμφέρο

Άμα γεράσει ο άνθρωπος
και φύγουν τα παιδιά του,
του είναι απαραίτητο
να’ χει την συντροφιά του

Άμα φύγει ο ένας από τους δύο,
ο άλλος γίνεται κουρέλι
ένας τον σπρώχνει από την μια,
κι’ άλλος δεν τον θέλει

Την συμβουλή μου ανάλυσα
και μην την εξεχάσεις
να την διαβάζεις πάντοτε
αλλά προτού γεράσεις

Στου γηροκομείου την αυλή
πάνω σ’ ένα παγκάκι
κάθεται ολομόναχο
θλιμμένο γεροντάκι

Σκέφτεται όσα έκανε
όλα αυτά τα χρόνια
και βλέπει πως κατάντησε
 σ’ αυτήν την καταφρόνια

Ευτυχισμένοι ζούσανε
αυτός κι η φαμελιά του
η όμορφη γυναίκα του
τα δυο τα παιδιά του

Αυτός και η γυναίκα του
δεν χόρταιναν δουλειά
 θέλανε τα παιδιά τους
να ζήσουν καλά

Γι’ αυτό και τα μορφώσανε
απ’ το υστέρημά τους
καμάρωναν που γίνονταν
σπουδαία τα παιδιά τους

Κουράγιο βρε γυναίκα μου
ώσπου να μεγαλώσουν
είναι παιδιά πολύ καλά
θα μας το ανταποδώσουν

Τα δύο παιδιά σπουδάσανε
και στην Αμερική
κάνανε οικογένεια
και μείνανε εκεί

Από την στεναχώρια τους
Πριν κλείσει ένας χρόνος
Πεθαίνει η γυναίκα του
και μένει ο γέρος μόνος

Ζήτησε απ’ το αγόρι του
να πάει ο καημένος
θυμάται τί τ’ απάντησε
κι είναι φαρμακωμένος

Πατέρα  πολλά μας έκανες
και σ’ ευχαριστούμε
μα είναι δύσκολα εδώ
με γέροντες να ζούμε

Ο γέρος τους απάντησε
«να ‘χετε την ευχή μου
κι εγώ θα έβρω μια γωνιά
στο άλλο το παιδί μου

Μα όταν το ανέφερε
στην κόρη του μια μέρα
εκείνη του απάντησε
«δεν γίνεται πατέρα»

Σπίτι μεγάλο έχουμε
η κόρη καμαρώνει
μα όσα μέτρα μείνανε
τα κάναμε σαλόνι

Πόσο ο γέρος λαχταρά
νάναι με τα παιδιά του
νάχει τα εγγονάκια του
πάνω στα γόνατα του

Αυτή η σκέψη η γλυκιά
το γέρο αποκοιμίζει
του ιδρύματος η ερημιά
όμως τον τριγυρίζει

Ο γέρος εκοιμήθηκε
με πρόσωπο θλιμμένο
την άλλη μέρα το πρωί
τον βρήκαν πεθαμένο

Τυχαία μου το δώσανε
σαν είδος προσφορά,
για να διαβάσει ο κόσμος
στο τέλος μια χαρά

Γιατί είδε στον ύπνο του, τα δύο του
εγγονάκια
να παίζουν ατελείωτα
λες κι’ ήτανε αρνάκια

Ο γέροντας, αυτός κάποτε κοσμούσε το ανθρώπινο βασίλειο τώρα σαν ένα αποτσίγαρο, ένα απομεινάρι, μιας εποχής που πέρασε, που έφυγε ανεπιστρεπτί και άφησε τέτοια κατάλοιπα, για να θυμίζουν μιαν άλλη εποχή ως αντιπαλότητα της τωρινής μόνο και μόνο από ζήλεια δείχνοντας: ΠΩΣ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΒΗΜΑ ΕΝΑΙ ΔΥΣΚΟΛΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ…


Διακαής πόθος λοιπόν ανθρώπων, η πραγματοποίηση των ονείρων. Τυχεροί αυτοί οι λίγοι, που μπορούν, ή τους τα φέρνει έτσι η τύχη και πραγματοποιούν τα όνειρά τους.
Συνήθως η πραγματοποίηση των ονείρων, φέρνει την ευτυχία ένα αίσθημα ικανοποίησης, χαλάρωσης, αυτήν: του άπιαστου ονείρου.
Στο βασίλεμα αυτής της άμοιρης ζωής, φεύγοντας για το μεγάλο ταξίδι, ο κυρ Παντελής, γεύτηκε την γλυκύτητα: της ομορφιάς του ονείρου.

Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΘΕΑΜΑ

Μια ιστορία θα σας πω
που γνώρισα ένα γέρο,
εδάκρυσαν τα μάτια μου
χωρίς να τον εξέρω

Μια συμβουλή στον άνθρωπο
Γράφω προτού γεράσει
Να τη διαβάζει πάντοτε
Να μην την εξεχάσει

Άμα γεράσει ο άνθρωπος
Δεν τον συμπαθούνε
τον θάνατο παρακαλούν
να τον ξεφορτωθούνε

Γι’ αυτό και κράτα γέροντα
τα περιουσιακά σου,
γιατί μια μέρα θα βρεθείς
στο δρόμο απ’ τα παιδιά σου

Ο μεγαλύτερος εχθρός
γίνεται, το παιδί σου
και ο φίλος ο καλύτερος
είναι η σύνταξή του

Άμα γεράσει ο άνθρωπος
και δεν αυτοσυντηρείται
καλύτερα ο θάνατος
παρά να τυραννείται

Σε μια γωνιά τον βάζουνε
τον φουκαρά τον γέρο
και για να τον κοιτάζουνε
χρειάζεται συμφέρο

Άμα γεράσει ο άνθρωπος
και φύγουν τα παιδιά του,
του είναι απαραίτητο
να’ χει την συντροφιά του

Άμα φύγει ο ένας από τους δύο,
ο άλλος γίνεται κουρέλι
ένας τον σπρώχνει από την μια,
κι’ άλλος δεν τον θέλει

Την συμβουλή μου ανάλυσα
και μην την εξεχάσεις
να την διαβάζεις πάντοτε
αλλά προτού γεράσεις

Στου γηροκομείου την αυλή
πάνω σ’ ένα παγκάκι
κάθεται ολομόναχο
θλιμμένο γεροντάκι

Σκέφτεται όσα έκανε
όλα αυτά τα χρόνια
και βλέπει πως κατάντησε
 σ’ αυτήν την καταφρόνια

Ευτυχισμένοι ζούσανε
αυτός κι η φαμελιά του
η όμορφη γυναίκα του
τα δυο τα παιδιά του

Αυτός και η γυναίκα του
δεν χόρταιναν δουλειά
 θέλανε τα παιδιά τους
να ζήσουν καλά

Γι’ αυτό και τα μορφώσανε
απ’ το υστέρημά τους
καμάρωναν που γίνονταν
σπουδαία τα παιδιά τους

Κουράγιο βρε γυναίκα μου
ώσπου να μεγαλώσουν
είναι παιδιά πολύ καλά
θα μας το ανταποδώσουν

Τα δύο παιδιά σπουδάσανε
και στην Αμερική
κάνανε οικογένεια
και μείνανε εκεί

Από την στεναχώρια τους
Πριν κλείσει ένας χρόνος
Πεθαίνει η γυναίκα του
και μένει ο γέρος μόνος

Ζήτησε απ’ το αγόρι του
να πάει ο καημένος
θυμάται τί τ’ απάντησε
κι είναι φαρμακωμένος

Πατέρα  πολλά μας έκανες
και σ’ ευχαριστούμε
μα είναι δύσκολα εδώ
με γέροντες να ζούμε

Ο γέρος τους απάντησε
«να ‘χετε την ευχή μου
κι εγώ θα έβρω μια γωνιά
στο άλλο το παιδί μου

Μα όταν το ανέφερε
στην κόρη του μια μέρα
εκείνη του απάντησε
«δεν γίνεται πατέρα»

Σπίτι μεγάλο έχουμε
η κόρη καμαρώνει
μα όσα μέτρα μείνανε
τα κάναμε σαλόνι

Πόσο ο γέρος λαχταρά
νάναι με τα παιδιά του
νάχει τα εγγονάκια του
πάνω στα γόνατα του

Αυτή η σκέψη η γλυκιά
το γέρο αποκοιμίζει
του ιδρύματος η ερημιά
όμως τον τριγυρίζει

Ο γέρος εκοιμήθηκε
με πρόσωπο θλιμμένο
την άλλη μέρα το πρωί
τον βρήκαν πεθαμένο

Τυχαία μου το δώσανε
σαν είδος προσφορά,
για να διαβάσει ο κόσμος
στο τέλος μια χαρά

Γιατί είδε στον ύπνο του, τα δύο του
εγγονάκια
να παίζουν ατελείωτα
λες κι’ ήτανε αρνάκια

Ο γέροντας, αυτός κάποτε κοσμούσε το ανθρώπινο βασίλειο τώρα σαν ένα αποτσίγαρο, ένα απομεινάρι, μιας εποχής που πέρασε, που έφυγε ανεπιστρεπτί και άφησε τέτοια κατάλοιπα, για να θυμίζουν μιαν άλλη εποχή ως αντιπαλότητα της τωρινής μόνο και μόνο από ζήλεια δείχνοντας: ΠΩΣ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΒΗΜΑ ΕΝΑΙ ΔΥΣΚΟΛΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ…