Ο Ασούλι, άνεργος κουρέας, και η 25χρονη σύζυγός του Χίαμ αποφάσισαν πριν από μερικούς μήνες να εγκαταλείψουν την πόλη Χαν Γιουνίς στη Λωρίδα της Γάζας όπου ζούσαν, παίρνοντας μαζί την τετράχρονη κόρη τους Ριτάς και τον μόλις οκτώ μηνών γιο τους Γιαμίν. Προορισμός τους η Σουηδία. Το γερμανικό περιοδικό «Der Spiegel» βρέθηκε στην Κρήτη προκειμένου να συναντήσει τον ίδιο και ακόμη δύο επιζώντες του πολύνεκρου ναυαγίου, οι οποίοι μεταφέρθηκαν εκεί με ελικόπτερο.
Ο Ασούλι πλήρωσε στους λαθρεμπόρους περίπου 1.500 ευρώ για καθένα από τα μέλη της οικογενείας του. Αφού πρώτα μετέβησαν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, οι διακινητές τους κλείδωσαν σε ένα διαμέρισμα. Περίμεναν μερόνυχτα κλειδωμένοι, μέχρι που ήρθε η ώρα να αναχωρήσουν στις 6 Σεπτεμβρίου από το λιμάνι της Νταμιέτα. Τους φόρτωσαν σε ένα μικρό βανάκι και τους μετέφεραν στο σαπιοκάραβο που δεν ήταν μεγαλύτερο από είκοσι μέτρα. Δεν μπορούσαν να απλώσουν ούτε τα πόδια τους, διηγήθηκε ο Ασούλι στο «Spiegel». Το καράβι ξεκίνησε και αμέσως έπαθε ναυτία από το κούνημα. Η κόρη του άρχισε να κλαίει, ζητώντας του να γυρίσουν πίσω στη γιαγιά της. Εκείνος την καθησύχαζε λέγοντάς της πως «σύντομα θα είμαστε στην Ευρώπη».
Μετά από τέσσερις ημέρες στη θάλασσα, λαθρέμποροι από ένα άλλο πλοιάριο απαίτησαν από τους μετανάστες να επιβιβαστούν σε ένα μικρότερο σκάφος προκειμένου να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Εκείνοι αρνήθηκαν και οι διακινητές εμβόλισαν το πλοιάριο, βυθίζοντάς το. «Κανείς μας δεν πρόλαβε να αντιδράσει» είπε ο Ασούλι. Περίπου 300 άνθρωποι, όσοι ήταν στο κάτω αμπάρι, πνίγηκαν την ίδια στιγμή, ενώ 80 βρέθηκαν στη θάλασσα. «Φώναζα τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, αλλά τίποτα», είπε απελπισμένος ο 35χρονος στους γερμανούς δημοσιογράφους από το κρεβάτι του δωματίου του στο νοσοκομείο των Χανίων.
Την τρίτη ημέρα μέσα στο νερό, κοντά στις ακτές της Μάλτας, ο Αλ Ασούλι άρχισε να έχει παραισθήσεις: φανταζόταν δρόμους, σπίτια, τη μητέρα του που τον υποδεχόταν χαμογελαστή στο σπίτι τους στη Γάζα. Φορούσε το σωσίβιο ενός άνδρα που πνίγηκε δίπλα του και κρατιόταν στη ζωή από ένα άδειο μεταλλικό κιβώτιο. Ομως τα πόδια και τα χέρια του ήταν μουδιασμένα από την υποθερμία και κόντευε να πνιγεί. Οταν τον εντόπισε ένα πλοίο μαζί με άλλους πέντε επιζώντες νόμιζε ότι είχε παραισθήσεις. «Είχα πλέον πιστέψει ότι θα πέθαινα στη θάλασσα» είπε.
Ο Ασούλι μεταφέρθηκε με ελικόπτερο στα Χανιά. Νοσηλεύτηκε πέντε μέρες στο νοσοκομείο. Παρότι ο ίδιος σώθηκε, εν τούτοις έχασε τα πάντα, όλη του την οικογένεια. «Πώς μπόρεσαν οι Ευρωπαίοι να αφήσουν να συμβεί κάτι τέτοιο; Πού είναι η γυναίκα μου, πού είναι τα παιδιά μου;» είπε κλαίγοντας και κρύβοντας το πρόσωπό του μέσα στα χέρια του. Ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (ΙΟΜ) σε ανακοίνωσή του έκανε λόγο για «μαζική δολοφονία» και όχι ατύχημα, χαρακτηρίζοντας το ναυάγιο ως «το χειρότερο των τελευταίων ετών».
«Αν αληθεύει η ιστορία, την οποία ερευνά η αστυνομία, θα είναι ένα από τα χειρότερα ναυάγια των τελευταίων ετών, όχι ένα ατύχημα, αλλά μία μαζική δολοφονία που διαπράχθηκε από εγκληματίες χωρίς ίχνος σεβασμού για την ανθρώπινη ζωή» ανέφερε η ανακοίνωση. Παρόμοιες ήταν οι μαρτυρίες ακόμη δύο διασωθέντων που μίλησαν σε αξιωματούχους της IOM στη Σικελία για τις συνθήκες του ναυαγίου.
Ο Ασούλι πήρε τελικά εξιτήριο από το νοσοκομείο των Χανίων. Περιφερόταν για μερικές ημέρες στους δρόμους της πόλης. Μετά από λίγα 24ωρα πήρε το πλοίο για την Αθήνα και προσπαθεί ακόμη να φτάσει στη Σουηδία. «Λέει ότι ακόμη ονειρεύεται να ζήσει στην Ευρώπη με την οικογένειά του, μιλώντας για εκείνους σαν να είναι ακόμη ζωντανοί» ανέφερε στο ρεπορτάζ του το «Spiegel».
Πηγή: Το Βήμα