Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024, 8:06:15 πμ
Πέμπτη, 06 Μαρτίου 2008 11:49

Τα χωριά του νομού Κιλκίς με τα μάτια των Τούρκων ανταλλάξιμων

Με εισαγωγικό σημείωμα σε προηγούμενο φύλλο της “ΠΡΩΙΝΗΣ” υποσχέθηκα τη δημοσίευση αφηγήσεων Τούρκων Ανταλλάξιμων προσφύγων, οι οποίοι σε συνεντεύξεις που έδωσαν στον συγγραφέα του παραπάνω βιβλίου, αφηγούνται πως ήταν η ζωή τους στις πατρίδες τους (χωριά του Νομού Κιλκίς) πριν την Ανταλλαγή.

Ξεκινώ λοιπόν με την συνέντευξη του Τούρκου Ανταλλάξιμου Χαζίμ Ναλμπάντ, ο οποίος αφηγείται γεγονότα με πολιτισμικό και ιστορικό ενδιαφέρον για την περιοχή μας και τους ανθρώπους της ειδικώτερα.


ΑΦΗΓΗΣΗ ΧΑΖΙΜ ΝΑΛΜΠΑΝΤ
(HAZIM NALBANT)
O Χαζίμ Ναλμπάντ που γεννήθηκε στο Κιολεμενλή (Λιθωτό) του Κιλκίς, το έτος 1908 είναι ένας από αυτούς που επί χρόνια έζησε την ανυπόφορη φωτιά των χαμένων χρόνων. Αυτός ήρθε στην Τούζλα 16 ετών κι από τότε σωρεύει στην καρδιά του την νοσταλγία των χωμάτων που γεννήθηκε. 75 χρόνια λέει τραγούδια της αποθυμιάς, νοσταλγώντας το δάσος, τις πέτρες, τα πουλιά, τα κεράσια, τα κυδώνια της μητρικής του πατρίδας.
Τώρα την αγάπη μου την συνδέω με τις σκέψεις εκείνου που έζησε επί χρόνια τη νοσταλγία της πατρίδος και σας παρουσιάζω την αφήγηση του Χαζιμ Ναλμπαντ, εγγονού του Ντεμίρ Τσαβούς, αρχηγού των αποσπασμάτων που έδιωχναν τους ληστές στην ύπαιθρο.
- «Το Κιολεμενλι, το χωριό που γεννήθηκα, αποτελείτο από 20 οικογένειες. Ήταν ένα όμορφο χωριό. Όλα τα σπίτια ήτανε μονόροφα. Μόνο το δικό μας σπίτι ήτανε διώροφο. Και από τις δυο πλευρές του χωριού μας έτρεχαν δυο ρέματα. Είχαμε έναν πετρόμυλο με δυο πέτρες. Τις ανάγκες μας τις αντιμετωπίζαμε με κείνο το μύλο. Στα χωράφια σπέρναμε σιτάρι και καλαμπόκι. Τα φρούτα ήτανε άφθονα. Στο χωριό κάναμε βούτυρο και ανθότυρο και τα πουλούσαμε στο παζάρι που γινότανε στη Ισνέφτσε (δηλ. στο Κεντρικό το οποίο έμεινε σε μας ως Σινέφτσε.) χωριό το οποίο απείχε από μας μιάμιση ώρα με τα πόδια.
- Στον κήπο του σπιτιού μας υπήρχαν δυο πηγάδια. Στο κέντρο του χωριού μας είχαμε ένα τζαμί. Τον μισθό του Χότζα τον πλήρωναν οι κάτοικοι του χωριού. Εκεί πήγα στο σχολείο. Επίσης τα παιδιά του Σερχαντλί και Εντσεκλί (Καστανούντα) ερχότανε σ’ εκείνο το σχολείο. Το όνομα του Χότζα μας ήτανε Αμπτουλάχ. Ήτανε ένας πολύ καλός και προσεκτικός δάσκαλος. Ο πατέρας μου, Μουσταφά, γιος του Ντεμίρ Τσαβούς, αφενός έκανε εμπόριο καπνού κι αφετέρου συγκέντρωνε το φόρο δεκάτης.
- Οι καλές μέρες του χωριού μας τελείωσαν όταν άρχισε ο πόλεμος Ανεξαρτησίας στην Τουρκία. Έτσι φεύγοντας από το Κιολεμενλί, εγκατασταθήκαμε οικογενειακώς στο Σαρίντογαν (Πετράδες). Στη συνέχεια πήγαμε στην Ισνέφτσε (Κεντρικό). Εκεί μείναμε ένα χρόνο. Μόνο που εξ αιτίας των πιέσεων από τους Έλληνες, υποχρεωθήκαμε να πάμε στο Σερεμετλί (Φανάρι).
Αφού μείναμε έξι (6) μήνες στο Σερεμετλί, πήγαμε στη Θεσσαλονίκη όπου μείναμε ενάμισυ χρόνο. Το διάστημα που μείναμε στη Θεσσαλονίκη, ο πατέρας μου επιχείρησε να κάνει εμπόριο αλλά δεν τα κατάφερε.
Στη συνέχεια πήγαμε στην Γκελεμεριέ (Καλαμαριά) κι από ‘κει ξαναγυρίσαμε στη Θεσσαλονίκη. Αγοράζοντας οικόπεδο είκοσι (20) στρεμμάτων χτίσαμε σπίτι. Αλλά όμως από την παλιά καλοπέρασή μας, δεν είχε μείνει πια τίποτα.

ΟΙ ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ
ΤΟΥ ΝΤΕΜΙΡ ΤΣΑΒΟΥΣ
Δεν τελείωσαν όμως οι αφηγήσεις του Χαζίμ Ναλμπάντ για την πατρίδα του και την οικογένειά του. Μου είπε ακόμη και τα εξής:
Ο Ναλμπάντ, άλλοτε γελώντας και άλλοτε μελαγχολικός, μου αφηγήθηκε τα ακόλουθα:
- «Τη χρονιά που γεννήθηκα είχε ανακοινωθεί η δεύτερη Συνταγματική Μοναρχία. Οι άνθρωποι που την πλαισίωναν – και ένας από αυτούς ήτανε ο Κοτσά Σαϊτ – μια μέρα κάλεσαν τον παππού μου Ντεμίρ Τσαβούς για να επιβάλει την Δημόσια Τάξη. Με διοικητή της Αστυνομίας τον Ντεμίρ Τσαβούς αναγγέλθηκε η Δημοκρατία. Τώρα πια απαγορευότανε το ξύλο στους ανθρώπους. Όποιον συλλαμβάνετε θα τον φέρνετε στην Αστυνομία, είπανε. Και ο παππούς μου αντέλεξε. «Άντε βρε, χωρίς να δέρνεις άνθρωπο, αυτή η δουλειά μπορεί να γίνει; Αφήστε με εμένα. Εγώ αυτή την δουλειά δεν μπορώ να την κάνω.» είπε και έφυγε από την Αστυνομία.
Αλλά κάτι ακόμα λέγανε για τον παππού μου στο χωριό. Ο ιερέας του χωριού έλεγε στους χωρικούς: «Όταν κόβετε τα νύχια σας μην τα πετάτε. Τυλίξτε τα σε κάτι και φυλάξτε τα. Στον άλλο κόσμο εμείς θα πάμε στον παράδεισο και οι Τούρκοι στην κόλαση. Αυτά τα νύχια θα γίνουν πέτρες και μ’ αυτές θα χτυπάμε τα κεφάλια των Τούρκων.» Τέτοια κηρύγματα έκανε.
Ένας από τους Έλληνες, σηκώθηκε όρθιος και είπε στον παπά: -«Πάτερ έχω μια ερώτηση. Και ο Ντεμιρ Τσαβούς δεν θα μπει στον παράδεισο;» Και ο παπάς απάντησε: -«Από τους Τούρκους κανείς δεν θα μπει στον παράδεισο.» Πάνω σ’ αυτό ο Έλληνας που έκανε την ερώτηση είπε: -«Δεν το πιστεύω. Ο Ντεμιρ Τσαβους θα κάνει ότι θα κάνει, θα βρει τον τρόπο να μπει στον παράδεισο.»
Στους Βαλκανικούς πολέμους το χωριό μας καταλήφθηκε από τους Βουλγάρους. Οι Βούλγαροι έκαναν σφαγές (ολοκαυτώματα) στα χωριά της περιοχής μας Ραγυάν (Βάθη) και Κιουρκιούτ (Τέρπυλλος). Βάζοντας τους κατοίκους στις αχυρώνες, τους έκαψαν. Ο Τερπυλλιώτης Ντελή Μαχμούτ που ζούσε μόνος του στο μονόροφο σπίτι του, πίσω από το δικό μας, κατόρθωσε κι έφυγε από τον αχυρώνα γλιτώνοντας το μακελειό. Τον πυροβόλησαν οι Βούλγαροι φεύγοντας, αλλά δεν κατάφεραν να τον χτυπήσουν. Όταν έφευγε ο Μαχμούτ, εμείς ήμασταν κρυμμένοι στους λάκκους των νεκροταφείων και γλιτώσαμε.

ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ
Ήδη είμαστε στις μέρες που βήμα βήμα πηγαίνουμε στην Ανταλλαγή. Αναμφίβολα, όπως κάθε παιδί, όπως κάθε νεαρός και ο Χαζίμ Ναλμπάντ έχει κάτι να μας πει για την Ανταλλαγή, ως μάρτυς εκείνων των ημερών της καταστροφής.
Ο λόγος και πάλι στον Χαζίμ Ναλμπάντ.
- «Μια μέρα μας είπανε ότι θα πάτε στην Τουρκία. Εκείνη η μέρα ήτανε μια μαύρη μέρα. Ήτανε η μέρα που θα άρχιζαν οι μέρες της αποθυμιάς. Όταν ειδοποίησαν την οικογένειά μας ότι πρέπει να πάρουμε το δρόμο, φορτώνοντας τα πράγματά μας στο βουβαλόκαρο, από το Σαρίντογαν (Πετράδες) πήγαμε στη Θεσσαλονίκη. Η πιο μικρή αδελφή μου, η Αϊσέ, μόλις είχε γεννηθεί. Στη θέση Τας Οτζάκ πιάσαμε ένα σπίτι. Μέσα σ’ ένα δωμάτιο, η μητέρα μου, ο πατέρας μου, έξι αδέλφια, η θεία μου και η γιαγιά μου (από τη μητέρα μου) συνολικά δέκα άτομα, περιμέναμε 4-5 μήνες το πλοίο Ουμίτ (Ελπίδα) που θα μας μετέφερε στην Τουρκία. Όταν ανεβήκαμε στο πλοίο, δεν ξέραμε σε ποιο μέρος θα πάμε.
Με σχετικά ήρεμο ταξίδι, το φθινόπωρο του 1924, εγκαταλείποντας τα χώματα που γεννηθήκαμε ήρθαμε στην Τούζλα. Στην Τούζλα μας έβαλαν αμέσως σε καραντίνα. Εκεί έπλυναν μέχρι και τα ρούχα μας. Κι εμείς λουστήκαμε. Μαζί με ‘μας είχανε έρθει στην Τούζλα κι άλλες 20 οικογένειες από το Σαρίντογαν. Μας είπανε: «Γυρίστε την περιοχή και μείνετε όπου σας αρέσει. Αν δεν σας αρέσει πάντε όπου θέλετε.» Η οικογένεια αποφάσισε να μείνει στην Τούζλα. Οι πλησιέστεροι συγγενείς μας, οι οποίοι είχαν έρθει μαζί μας με το ίδιο πλοίο, πήγανε στην Ηράκλεια του Μαρμαρά. Και κάποιοι συμπατριώτες μας επειδή βρήκανε εκείνα τα μέρη δασώδη, προτίμησαν να εγκατασταθούν στο Αλέμταγ, στο Πασάκιοϊ και Μπακάλκιοϊ. Μέρος δε της οικογένειάς μας προτίμησε να μείνει στην Μπούρσα και στο Λουλεμπουργκάζ των Σαράντα Εκκλησιών.
Στην Τούζλα μέχρι να μας εγκαταστήσουν σε σπίτια, μείναμε δυο μήνες περίπου σε παράγκες, όπου σήμερα είναι η σχολή Πεζικού. Ύστερα μας βάλανε σε σπίτια που είχανε εγκαταλείψει οι Έλληνες. Επίσης κατ’ άτομο μας έδωσαν συνολικά από 40 στρέμματα γης, από 3 στρέμματα γόνιμων εδαφών ή έξι στρέμματα άγονων εδαφών αναλόγως.
Ο Συμπατριώτης μας Ατατουρκ μας προστάτεψε. Μας έδωσε καζάνια, σαπούνια και στον καθένα ξεχωριστά έδωσε από ένα βόδι.

ΧΛΕΥΑΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ
Τις στενόχωρες καταστάσεις που έζησαν στην «πατρίδα» πριν την Ανταλλαγή ο Ναλμπάντ και η οικογένειά του, τις βίωσαν και μετά την Ανταλλαγή στην Τούζλα. Υπήρξαν προβλήματα εναρμόνισης. Οι γηγενείς της Τούζλας, όχι μόνο αυτούς που ήρθαν από το Κιλκίς, αλλά και αυτούς που ήρθαν από την Καβάλα, δεν τους συμπεριφέρθηκαν ευχάριστα.
Ο Ναλμπάντ έτσι αφηγείται εκείνες τις μέρες.
- «Αρχικά οι Τουζλαίοι δεν μας αποδέχτηκαν. Για να πούμε την αλήθεια, δεν μας είδαν με καλό μάτι. Τα κορίτσια της Τούζλας, δεν έκαναν παρέα με τα δικά μας κορίτσια. Γάμος μεταξύ μας δύσκολα γινότανε. Τα πρώτα χρόνια τραβήξαμε μεγάλες οικονομικές στενοχώριες. Πορευτήκαμε πουλώντας τα γεννήματα που άφησαν οι Έλληνες φεύγοντας. Πουλήσαμε εκείνα, σπείραμε νέα. Εγώ στην αρχή δούλεψα ως βοηθός δίπλα στον μάγειρα του Ιδρύματος Προστασίας Προσφύγων, Μεχμέτ Εφέντη. Ο Μεχμετ Εφεντη μαγείρευε φαγητό για τους Ανταλλάξιμους πρόσφυγες. Αργότερα δούλεψα στις κατασκευές, στο εργοστάσιο τσιμέντων στην Ντάριτσα και στο αρτοποιείο του Σουλεϋμάν Ουστά στον Συνοικισμό Φετίχ της Κωνσταντινούπολης. Μετά γύρισα στην Τούζλα και παντρεύτηκα. Αφήνοντας μόνη τη σύζυγο, πήγα στη Σμύρνη όπου δούλεψα σε εργοστάσιο υφαντικής. Αργότερα γυρίζοντας και πάλι στην Τούζλα, δούλεψα σε μπακάλικο και σε κατάστημα έτοιμων ενδυμάτων.»
Η συνέντευξη εδώ τελείωσε.
Είναι μια ασταμάτητη νοσταλγία.